Παρασκευή, Απριλίου 30, 2010

όση – όσο, πολλή – πολύ

Ανάρτησα στο γλωσσομεταφραστικό φόρουμ lexilogia.gr το παρακάτω σημείωμα· το βάζω κι εδώ, για τους εντευξομένους. Τυχόν σχόλια καλύτερα να κατατεθούν στη Λεξιλογία και όχι εδώ.


ΟΣΗ – ΟΣΟ, ΠΟΛΛΗ - ΠΟΛΥ

Πολύς λόγος γίνεται για το ότι δεν πρέπει να γράφουμε “έχεις πολύ φαντασία” αλλά “έχεις πολλή φαντασία”. Και δε διαφωνώ· αν, βέβαια, γράφαμε ‘πολί’, δεν θα σπαζοκεφαλιάζαμε. Ας δούμε ωστόσο την εξής φράση:

τίποτε δεν δίνει τόση χαρά στην καρδιά όσο ο καπνός.

Βεβαίως, θα πουν κάποιοι ότι πιο σωστό είναι:

τίποτε δεν δίνει τόση χαρά στην καρδιά όση ο καπνός.

Ωστόσο η πρώτη σύνταξη, ‘τόση…όσο’ (που είναι άλλωστε παρμένη από βιβλίο: Δημήτρης Κοπανίτσας, Ένας προεστός του Μυστρά στην Επανάσταση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998, σ. 192), είναι κοινότατη. Τι βλέπουμε σ’ αυτήν; βλέπουμε ότι το ‘όση’, το επίθετο, γίνεται ‘όσο’, επίρρημα, του τύπου ‘τόσο…όσο’.

Άρα, και η αντίστοιχη μετατόπιση του ‘πολλή’ προς το ‘πολύ’ ίσως να μην είναι πια για θάνατο, αφού πρόκειται για παραπλήσιο φαινόμενο.

Παρακαλώ όπως να

Ποστάρισα το παρακάτω αρθρίδιο στο γλωσσομεταφραστικό φόρουμ lexilogia.gr· το βάζω κι εδώ, για τους εντευξομένους. Τα τυχόν σχόλια θα είναι προτιμότερο να τα βάλετε στη Λεξιλογία.

ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΟΠΩΣ ΝΑ

Άκουσα στο αεροδρόμιο:
“Παρακαλείσθε όπως μαζί με το εισιτήριό σας να επιδεικνύετε και την ταυτότητα ή το διαβατήριό σας”.

Καταρχήν, το ‘όπως’ λύνει ένα συντακτικό πρόβλημα. Γιατί, αν βάλουμε ‘να’, τότε θα γίνει:
Παρακαλείσθε να επιδεικνύετε μαζί με το εισιτήριό σας και την ταυτότητα ή το διαβατήριό σας.
Ή:
Παρακαλείσθε, μαζί με το εισιτήριό σας, να επιδεικνύετε και την ταυτότητα ή το διαβατήριό σας.
Ή:
Μαζί με το εισιτήριό σας, παρακαλείσθε να επιδεικνύετε και την ταυτότητα ή το διαβατήριό σας.

Ωραίοι τρόποι όλοι αυτοί, αλλά κάπως λογοτεχνικοί, του γραπτού λόγου, ή έστω του προσεγμένου προφορικού. Όταν μιλάμε αυθόρμητα, αντιθέτως, θα ξεκινήσουμε με το ρήμα και αμέσως μετά θα θέλουμε το ‘να’ και, αμέσως μετά απ' αυτό, θα θέλουμε το ρήμα της δευτερεύουσας και το όποιο αντικείμενο:

Παρακαλείσθε να εκκενώσετε την αίθουσα.

Μόλις όμως κάνουν την εμφάνισή τους τα “μαζί με το εισιτήριό σας” ή όποιος άλλος προσδιορισμός, το πράμα μπερδεύεται. Δεν μπορείς να πεις:

*Παρακαλείσθε να μαζί με το εισιτήριό σας επιδεικνύετε και την ταυτότητα ή το διαβατήριό σας*.

Σ' αυτή λοιπόν την τάση να είναι το 'παρακαλώ' ει δυνατόν κολλητά με το 'να' και το 'να' ει δυνατόν κολλητά με το ρήμα της τελικής πρότασης βρίσκει έδαφος το ‘όπως’ και φτιάχνει τον οικολογικό του θώκο. Έλα όμως που ο Ρωμιός χρειάζεται παρ' όλα αυτά το ‘να’ του· οπότε γεννήθηκε η φράση που άκουσα στο αεροδρόμιο.

Ας αφήσουμε όμως τη σύνταξη και ας πάμε στη σημασιολογία:

Το ‘όπως’ αυτό, κανονικά είναι ‘να’. Ωστόσο, ίσως δηλώνει, όταν χρησιμοποιείται και απ’ όσους χρησιμοποιείται, κάτι ελαφρώς διαφορετικό από το ‘να’. Συγκεκριμένα, απαλύνει το αίτημα, το κάνει πιο σεβαστικό. Το κάνει να ισοδυναμεί όχι με το “παρακαλώ να” αλλά με το “θα παρακαλούσα να”. Έτσι, το “παρακαλώ να” ακούγεται πια σχεδόν σαν “απαιτώ να”.

Τέτοια σκεφτόμουνα, όταν ξαφνικά προχτές στις ειδήσεις άκουσα κάτι πιο προχωρημένο ακόμα: τη διερμηνέα της συνέντευξης που έδωσε η Άνγκελα Μέρκελ μαζί με τον Στρως-Καν και τους άλλους, να λέει:

“Έχω παρακαλέσει επανειλημμένα όπως να μη χρησιμοποιούνται αριθμοί…”

Εδώ δεν έχουμε καμιά φορτωμένη σύνταξη, παρά μόνο ρήμα1-να-ρήμα2-αντικείμενο. Και όμως, ειπώθηκε αυτό που γράφω. Και μάλιστα, από διερμηνέα καλή.

[…a clearly displeased Mrs. Merkel responded, “I have asked over and over again in the past days that figures not be named, as long as figures are not in conjunction with a completed program.”]

Τελικά, μήπως αυτό το παιδί ο Οπωσνά έχει μέλλον;

Σάββατο, Απριλίου 03, 2010

KARFREITAG

Prolog

Als sie aber hinuntergingen in diesen Tagen
Zu ihren Graebern, jeder zum Seinen, ganz aufrecht nicht durch den Schmerz —
Denn sie hatten allzuviel schon ertragen —
Da sahen einige von ihnen himmelwaerts.
Und der Himmel war trueb und grau und bedrueckt.
Sieh, da geschah es, dass eine Stimme wie Erz
Wild auf sie fiel, von oben herabfiel, und einige hoerten die Stimme fragen:
Wo sind eure Helden? Ihr geht sehr gebueckt! —
Da bog sich einer zurueck und fasste sich muehsam und hatte das Herz
Und hoerte sich sagen:
Unsere Sieger liegen erschlagen.
Und siehe, da war es, als waere allen
Goettlich aufstrahlend, auf ihre trueben Stirnen gefallen.
Gingen nun aufrecht und muehlos wie trotzige Krieger
Als waeren sie alle wie jene Sieger —
Und stolz und befreit ihrer Trauer entrueckt.


Epilog

Abermals gingen einige ueber sein Feld zur Abendzeit.
Der Himmel war dunkel. Wind ging. Das Korn bluehte weit.
Sie gingen gebeugt und schwer im letzten Licht.
Ein fremder Mann ging mit ihnen. Sie kannten ihn nicht.
Sie waren traurig, weil Jesus gestorben war.
Aber einmal sagte einer: Es ist sonderbar.
Er starb fuer sich. Und starb ohne Sinn und Gewinn.
Dass ich auch nicht leben mag: dass ich einsam bin.
Sagte ein anderer: Er wusste wohl nicht, was uns frommt.
Sagte ein dritter: Ich glaube nicht, dass er wiederkommt.
Sie gingen gebeugt und schwer im letzten Licht.
Ein fremder Mann ging mit ihnen. Sie kannten ihn nicht.
Und einer sah uebers Aehrenfeld und fuehlte seine Augen brennen.
Und sprach: Dass es Menschen gibt, die fuer Menschen sterben koennen!
Und er fuehlte Staunen in sich (als er weiterspann):
Und dass es Dinge gibt, fuer die man sterben kann.
Und jeder hat sie, und er hat sie nicht
Wiel er's nicht weiss. — Das sagte er im allerletzten Licht.
Es war ein junger Mensch. Es ging um die Abendzeit.
Der Himmel war dunkel. Wind ging. Das Korn bluehte weit.
Sie gingen gebeugt und schwer im letzten Licht.
Ein fremder Mann ging mit ihnen. Sie kannten ihn nicht.

Bertolt Brecht