Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2011

Paolo Moreno: I bronzi di Riace

“Οι μπρούντζινοι ανδριάντες του Ριάτσε. Ο δάσκαλος της Ολυμπίας και οι Επτά επί Θήβας” (1998) Αυτός είναι ο πλήρης τίτλος ενός βιβλίου 36 σελίδων μεγέθους λευκώματος τέχνης με πολύ ενδιαφέρον κείμενο, γερή βιβλιογραφία και καταπληκτική εικονογράφηση, για τους περίφημους αυτούς ανδριάντες. Μετά από ένα σύντομο ιστορικό, ο συγγραφέας λέει ότι οι ανδριάντες είχαν κατασκευαστεί σε διαφορετικά χαλκουργεία με μια πολύ ακριβή διαδικασία, δηλ. το κερί είχε απλωθεί όχι πάνω σε καλούπια φτιαγμένα με βάση την αρχική πήλινη μορφή αλλά απευθείας πάνω στο θετικό πρόπλασμα, απόδειξη πολύ υψηλών απαιτήσεων από την πλευρά του παραγγελιοδότη. Οι αναλογίες των δύο αγαλμάτων είναι πολύ παραπλήσιες, παρότι θεωρείται ότι έχουν φτιαχτεί από διαφορετικούς γλύπτες. Υπάρχουν πάρα πολλές θεωρίες· η δική του είναι πως ο ανδριάντας Α (αυτός με το κανονικό κεφάλι και τ’ ασημένια δόντια) είναι έργο του Αργείου γλύπτη Αγελάδα του νεότερου, που ήταν εγγονός του συνομόματου παππού του, επίσης γλύπτη, συνομήλικος του δασκάλου του Φειδία Ηγία και δάσκαλος του Μύρωνα, του Φειδία και του συμπολίτη του Πολυκλείτου [ο ανδριάντας Α έχει εναλλαχτικά αποδοθεί στον Μύρωνα, στο γιο του Μύρωνα, στον Αιγινήτη Ονάτα, στο Φειδία, σε ιταλιωτικό εργαστήριο και σε σικελιωτικό εργαστήριο], ενώ ο Β (αυτός με το μακρουλό κεφάλι) είναι έργο του Λημνιοαθηναίου Αλκαμένη του πρεσβύτερου. Τα χρονολογεί γύρω στο 450. Λέει πως έρευνες που έγιναν στο εσωτερικό των ανδριάντων το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90 ενόψει ενός συνεδρίου έδειξαν ότι ο ανδριάντας Α φτιάχτηκε στο Άργος.

Ο Αγελάδας αυτός, ο νεότερος, είχε φτιάξει το ανάθημα των Ταραντίνων στους Δελφούς. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι είχε δουλέψει μαζί με τον Αλκαμένη στο αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία, αν και δεν αναφέρεται από κανέναν. Αυτός που αναφέρεται (από τον Παυσανία) είναι ο Αλκαμένης, αλλά υπάρχει τουλάχιστον ένας μελετητής (ο Γιαλούρης) που θεωρεί την πληροφορία του Παυσανία αναξιόπιστη. Ο συγγραφέας λέει πως ο Παυσανίας αναφέρει ως δημιουργούς των αετωματικών γλυπτών εκτός από τον Αλκαμένη και τον Παιώνιο, ο οποίος όμως είχε κάνει στην πραγματικότητα τα ακρωτήρια του ναού και όχι τα αετώματα. Ο Παυσανίας λοιπόν γνώριζε πως δύο καλλιτέχνες είχαν δουλέψει στα αετώματα, απλώς έκανε λάθος στο όνομα του ενός, και άρα λείπει ένας, και αυτός ο ένας είναι ο Αγελάδας. Λέει πως η έρευνα είχε εντοπίσει αργείτικο χέρι στο ανατολικό αέτωμα και στις μετόπες και ότι στην αρχή μιλούσαν για τον Αργείτη Διονύσιο αλλά τώρα τον θεωρούν απλό συνεργάτη του δασκάλου, και ο δάσκαλος αυτός ήταν ο, διασημότερος άλλωστε, Αγελάδας. Επίσης θεωρεί ότι η αθηναϊκή τεχνοκριτική άφησε τον Αργείο γλύπτη στο σκοτάδι προς όφελος του Αθηναίου Αλκαμένη, και κάνει σχετικά έναν παραλληλισμό με την περίπτωση του Πιέτρο Καβαλλίνι, ο ρόλος του οποίου αποσιωπήθηκε από τον φιλοτοσκάνο Βαζάρι ώστε να μη γίνει γνωστή η οφειλή του Τζόττο στη σχολή της Ρώμης στις ζωγραφικές της βασιλικής του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης.

Ο δάσκαλος της Ολυμπίας
Στη συνέχεια αρχίζει τις συγκρίσεις του ανδριάντα Α με το Δία του ανατολικού αετώματος της Ολυμπίας αλλά και με τον Απόλλωνα του δυτικού, όπως επίσης με τον Άτλαντα της μετόπης με τα μήλα των Εσπερίδων. Επίσης συγκρίνει τις σγουρές μπούκλες του με εκείνες των Κενταύρων και της Στερόπης.

Θεωρεί ότι έτσι λύνεται το άλλο μεγάλο αίνιγμα της ελληνικής αρχαιολογίας, τα γλυπτά του ναού της Ολυμπίας, και η απάντηση είναι: ο Αγελάδας βοηθούμενος από τον Αλκαμένη. Θεωρεί την παρουσία τους εκεί χαρακτηριστική του κλίματος δυσαρέσκειας στην Πελοπόννησο για τη σπαρτιατική ηγεμονία και της αυξανόμενης αθηναϊκής επιρροής εκεί, από την άφιξη του φυγά Θεμιστοκλή στο Άργος ως τη συμμαχία του Περικλή με την πόλη αυτή σε ανοιχτή πια αντιπαράθεση με τη Σπάρτη. Σχετική είναι η απόφαση συνοικισμού των Ηλείων στην Ήλιδα και η καταστροφή της Πίσας. Με τα λάφυρα οι νικητές ανεγείρουν το ναό του Δία και τον κοσμούν με μια μυθική ήττα της Πίσας (ο θάνατος του βασιλιά της Πίσας Οινόμαου στο ανατολικό αέτωμα) και μ’ ένα επεισόδιο όπου εμφανίζεται ο Αθηναίος Θησέας (η Κενταυρομαχία του δυτικού αετώματος). Άλλωστε και στις μετόπες βλέπουμε συχνά-πυκνά τη θεά της Αθήνας, την Αθηνά, να βοηθά τον Ηρακλή.

Ο Αγελάδας είχε κάνει κι ένα άγαλμα του Δία Ιθωμάτα, αρχικά για τους Μεσσήνιους που είχαν καταφύγει στη Ναύπακτο (460-455)· αυτό κατέληξε τελικά στην κορφή της Ιθώμης, μετά τη νίκη των Θηβαίων επί των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα το 371, που έφερε τα πάνω κάτω στην Πελοπόννησο και οδήγησε στην ίδρυση της Μεσσήνης, στα ριζά της Ιθώμης. Επίσης έναν παιδικό Δία στο Αίγιο (όνομα που βγαίνει από την αίγα που έδωσε γάλα στο θεό) και έναν Ηρακλή επίσης αγένειο. Τέλος, είχε φτιάξει έναν Ηρακλή Αλεξίκακο, στον αθηναϊκό δήμο της Μελίτης (μέσα στο άστυ, Πνύκα μεριά), για να προστατεύει τον κόσμο από την πανούκλα του 430.

Οι Επτά επί Θήβας
Στη συνέχεια περνάει στο ψητό, δηλ. στο ότι τα δύο αγάλματα ανήκουν στο σύνταγμα των Επτά που ήταν στημένο στην Αγορά του Άργους και που το αναφέρει ο Παυσανίας. Μόνο ένα ενεπίγραφο θραύσμα της βάσης έχει βρεθεί, που λέει “εροον τον εν θεβαις”, "= ηρώων τών εν Θήβαις. Ταυτίζει τον Α με τον Τυδέα και τον Β με τον Αμφιάραο. Τους τοποθετεί σε κάποια αντιστοιχία με το ανάλογο αργείτικο ανάθημα στους Δελφούς, έργο των Θηβαίων Υπατόδωρου και Αριστογείτονα για τη νίκη επί των Σπαρτιατών στην Οινόη το 456, πάνω σε ημικυκλική βάση, μαζί με τους Επιγόνους που ήταν παιδιά τους και με πιθανώς τον Ερμή και το Θησέα στη μέση, εκεί που, στο ανάθημα των Δελφών, βρισκόταν το τέθριππο άρμα του μάντη (και πολεμιστή) Αμφιάραου. Υποθέτει 21 συνολικά αγάλματα και θεωρεί πως ο Α (ο μοβόρικος Τυδέας) κοιτάζει άγρια τον Β (τον Αμφιάραο) υπό γωνία, πράγμα που εξηγεί το γύρισμα του κεφαλιού του προς τα δεξιά. Το ότι φαίνονται τα δόντια αποτελεί νύξη για το επεισόδιο όπου ο Τυδέας δάγκωσε το κρανίο του Μελάνιππου, που τον είχε λαβώσει θανάσιμα, κι άρχισε να του ρουφάει τα μυαλά –μάλιστα το συσχετίζει αυτό με τον Κένταυρο που δαγκώνει τον Λαπίθη στο δυτικό αέτωμα της Ολυμπίας. Η κλίση του κεφαλιού του Α είναι 37% και με βάση αυτό τοποθετεί τον Αμφιάραο στην άκρη του βάθρου, στην πρώτη θέση από τ’ αριστερά, και τον Τυδέα στην 8η. Έχει κάνει δε φωτομοντάζ κι έχει τοποθετήσει τους δύο ανδριάντες μαζί, ώστε να αποδίδουν την αναπαράστασή του. Γενικότερα η εικονογράφηση είναι εκπληκτική, δεν έχω ξαναδεί τόσο ωραίες, διεξοδικές και λεπτομερειακές φωτογραφίες αγαλμάτων. Σπάνια απόλαυση. Αυτό βοηθάει πάρα πολύ στην προώθηση των θεωριών του, όταν αρχίζει όχι μόνο την εξέταση των ανατομικών λεπτομερειών, του ύφους του προσώπου κλπ. αλλά και τη λογοτεχνική περιγραφή του χαρακτήρα και του ήθους τους σε συνδυασμό με το μύθο και τα τραγικά γεγονότα του. Ο Χρ. Καρούζος στα καλύτερά του, με τη βοήθεια της υψηλού επιπέδου αρχαιολογικής φωτογραφίας τέχνης. Το φόντο όλων φωτογραφιών του είναι μαύρο κατάμαυρο, πίσσα.

Υπόψιν ότι γιος του Τυδέα είναι ο Αργείος πια Διομήδης (ο Τυδέας αντιθέτως ήταν φευγάτος από την Καλυδώνα όπου τον κατηγορούσαν πως είχε σκοτώσει τον αδερφό του και είχε καταφύγει στο Άργος, όπου γνώρισε –και τσακώθηκε—με τον άλλο φευγάτο, τον Πολυνείκη από τη Θήβα). Θηβαίοι δεν πήγαν στον Τρωικό Πόλεμο, γιατί τους είχαν ξεπαστρέψει οι Επίγονοι. Επίσης, να πούμε πως Οινόη ονομάστηκε ο τόπος όπου αργότερα έγινε η μάχη του 456 από τον Οινέα, το βασιλιά της Καλυδώνας και πατέρα του Τυδέα, που τον έθαψε εκεί ο εγγονός του ο Διομήδης.

Ο συγγραφέας θεωρεί ότι το σύνταγμα ακολουθεί το αισχύλειο δράμα του 467 και είναι άρα επηρεασμένο από το νέο θεατρικό πνεύμα. Επίσης, το όλο ανάθημα είχε ανατεθεί για να γιορτάσει τη νίκη Αργείων και Αθηναίων εναντίον των Σπαρτιατών στη μάχη της Οινόης (456) που αναφέρθηκε και πιο πάνω σε σχέση με το ανάθημα των Δελφών. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Κλεομένης είχε εξοντώσει τον αργείτικο στρατό στη μάχη της Σήπειας το 494 και στην πόλη είχαν κυριαρχήσει μετά οι δούλοι. Οι γιοι όμως των σκοτωμένων της Σήπειας ξαναπαίρνουν την εξουσία και κάνουν δημοκρατία. Μετά την εκδίωξη του Κίμωνα από την Αθήνα οι δύο πόλεις συμμαχούν και νικούν στην Οινόη, οπότε οι Αργείοι ανακαταλαμβάνουν τις Μυκήνες και καταστρέφουν την Τίρυνθα, πόλεις που τις είχαν χάσει το 494. Τότε είναι που ανεγείρουν το ανάθημα στο οποίο ανήκουν οι ανδριάντες του Ριάτσε. Τη μάχη της Οινόης τη ζωγράφισε επίσης ο Πάναινος στην Ποικίλη Στοά της Αθήνας, αφού πρώτα ολοκλήρωσε εκεί τη μάχη του Μαραθώνα σβήνοντας το όνομα του Μιλτιάδη, εφόσον αυτός ήταν πατέρας του Κίμωνα ο οποίος είχε μόλις απομακρυνθεί από την εξουσία. Ώστε οι Επτά του Άργους συμβόλιζαν τους νεκρούς της Σήπειας.

Υπόψιν επίσης ότι τους Επτά ο Κρέων πρόσταξε να τους αφήσουν οι Θηβαίοι άταφους έξω απ’ την πόλη, και χρειάστηκε να πάνε οι Επίγονοι ικέτες στο Θησέα και να πάει εκείνος στη Θήβα και να τους πάρει είτε με την πειθώ είτε με τη βία για να τους θάψει (στην Ελευσίνα) –αν και οι Θηβαίοι έλεγαν πως αυτό ήταν ψέμα και πως τους είχαν θάψει οι ίδιοι κανονικά και με το νόμο. Οι Επτά λοιπόν σύμβολα των νεκρών της Σήπειας και οι Επίγονοι προάγγελοι των νικητών της Οινόης. Το επεισόδιο αυτό της μεσολάβησης του Θησέα παριστάνεται σ’ έναν αττικό κρατήρα από τη Spina, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φερράρας, που χρονολογείται στο 445 περίπου. Απροπό, στην υδρία Borowski που είναι στην ομώνυμη ιδιωτική συλλογή στη Γερουσαλάιμ βλέπουμε τη συγκινητική σκηνή με τον εκ των Επτά νεαρό γιο της Αταλάντης Παρθενοπαίο να κόβει γυμνός με το σπαθί ένα τσουλούφι απ’ τα μακριά μαλλιά του, ενθύμιο στους δικούς του αν πεθάνει στη μάχη, όπως και θα συμβεί. Κανένας δεν έζησε, και τον Αμφιάραο άνοιξε η γη και τον κατάπιε συντέθριππο. Μόνο ο Άδραστος την κοπάνησε χάρη στο γοργοπόδαρο άτι του, τον Αρείωνα. Πάντως για να σωθεί η Θήβα είχε χρειαστεί να αυτοσφαχτεί πριν από τη μάχη, δώρο στον Άρη, ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα.

Εδώ ο συγγραφέας κάνει κάποιες ωραίες σκέψεις, που αξίζει να παρατεθούν: “Το ανατολικό αέτωμα της Ολυμπίας μάς δίδαξε πως η τραγωδία, με την μοντέρνα της αντίληψη, αρχίζει και αντικαθιστά το έπος και τη λυρική ποίηση ως πρωτοποριακό είδος που διαλέγεται με τις εικαστικές τέχνες (…) Μύθος και ιστορία συγχωνεύονται σε μια οπτική που στον ελληνικό κόσμο αρχίζει να εκδηλώνεται στα δημόσια μνημεία για τους πεσόντες των πολέμων: καταλήγει λογικά σε κηδείες με δαπάνη του κράτους προς όσους έδωσαν τη ζωή τους για την πόλη, κηδείες που είναι μια ευκαιρία ανάκτησης της αριστοκρατικής παράδοσης του πολυτελούς οικογενειακού μνημείου, τη στιγμή που η δημοκρατία περιορίζει την ιδιωτική επίδειξη”.

Με την ευκαιρία αυτή ο συγγραφέας αναφέρει μια συστάδα εννέα τάφων στο δυτικό νεκροταφείο της Ελευσίνας, της υστεροελλαδικής περιόδου, που στο τέλος των γεωμετρικών χρόνων περιτοιχίστηκε με περίβολο που δεν ξαναπαραβιάστηκε, σα να είχε αφιερωθεί σε μια δράκα ηρώων. Αυτό θυμίζει έντονα τον Ταφικό Περίβολο Α των Μυκηνών, με τρασπόρτο σε άλλο ζεύγος εποχών (μεσοελλαδική-υστεροελλαδική).

Ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης σε μια σαρκοφάγο του Μουσείου της Κορίνθου που παριστάνει τους Επτά με εντυπωσιακές εικονογραφικές λεπτομέρειες (ως και μια σκάλα για σκαρφάλωμα στα τείχη έχει).

Ο Τυδέας του Αγελάδα
Ακολουθεί τεχνοτροπική ανάλυση του ανδριάντα Α. Πρώτα τα βιογραφικά του ήρωα κι έπειτα μια λογοτεχνική περιγραφή του θέματος, που, όπως είπα, βοηθιέται πάρα πολύ από τις φωτογραφίες. Εικαστικά παράλληλα, κείμενο του Αισχύλου, κείμενο του Λατίνου ποιητή Στάτιου (Θηβαΐδα).

Ο Αμφιάραος του Αλκαμένη
Το ίδιο. Ο Αμφιάραος δεν ήθελε να πάει σ’ αυτό τον πόλεμο γιατί, σαν μάντης που ήταν, ήξερε πώς θα καταλήξει. Αναγκάστηκε όμως από τη γυναίκα του (που δωροδοκήθηκε με το περιδέραιο [όρμον] της Αρμονίας), και γι’ αυτό άφησε παραγγελιά στο γιο του να τη σκοτώσει. Τέλος πάντων, η στάση του Αμφιάραου είναι λίγο με το σώμα προς τα πίσω, δείγμα του δισταγμού, της απροθυμίας του, ενώ ο Τυδέας τον κοιτάει από μακριά έτοιμος να τον δαγκώσει με τα πανέμορφα ασημένια δόντια του, όπως είπαμε. Επίσης, ο θεόπτης γουρλώνει τα μάτια βλέποντας την καταστροφή να πλησιάζει. Το κράνος του μάντη το περιέβαλλε ένα στεφάνι δάφνης ή ελιάς, η τοποθέτηση του οποίου έκανε αναγκαία μια κοίλανση στο σβέρκο του ανδριάντα, που είναι πολύ ορατή και σήμερα. Επίσης, μέσα από το κράνος είχε μια σκούφια από δέρμα (δεν ακουμπούσε το μεταλλικό κράνος στο κεφάλι).

Άλλες μορφές του συντάγματος
Εστιάζει κυρίως σ’ έναν Άδραστο (αντίγραφο στο Museo Nazionale Romano, από το Esquilino). Επίσης, υποθέτει όπως είπα ένα Θησέα (αντίγραφο στο Antiquarium της Villa Adriana) καθώς κι έναν Ερμή ψυχοπομπό (αντίγραφο επίσης στο Antiquarium), που μοιάζει με τον ανδριάντα Α.

Παράγωγα στο Μύρωνα, στο Φειδία και στον Πολύκλειτο
Εδώ μιλάει για τους μαθητές του Αγελάδα και για κάποια αγάλματα των τριών αυτών γλυπτών που μαρτυρούν τις επιδράσεις από το δάσκαλό τους: Δισκοβόλος, Δίας της Σάμου, παγκρατιαστής, Μαρσύας, για το Μύρωνα· Κένταυρος από μετόπη του Παρθενώνα, κεφάλι ερμαϊκής στήλης που παριστάνει τον Αιγέα (και μόνο αυτό δεν καταστράφηκε από τους ερμοκοπίδες), Δίας της Ολυμπίας, για το Φειδία· Δισκοφόρος, Δορυφόρος, για τον Πολύκλειτο. Αλλά και του ανδριάντα Β του Αλκαμένη βρίσκει επιδράσεις, σ’ ένα γύψινο αθλητή από τις θέρμες της Stabia, στο Antiquarium του Castellamare.

Βιβλιογραφία
Όσον αφορά την πλούσια τετρασέλιδη βιβλιογραφία, θα σημειώσω μόνο δύο τίτλους που μου κίνησαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον:
E. Harrison, Archaic and Archaistic Sculpture, The Athenian Agora, XI, Princeton 1965.
Polydipsion Argos, Fribourg (Suisse) 7-9 mai 1987, Paris 1992 (“Bulletin de Correspondance Hellénique”, Supplément XXII).

Αυτά, και άλλα πολλά!

Δεν υπάρχουν σχόλια: