Σάββατο, Δεκεμβρίου 26, 2009

Στρέλλα

Πολύ καλή η "Στρέλλα", η τελευταία ταινία του Πάνου Κούτρα. Επιτέλους μια ελληνική ταινία που έχει καλό σενάριο, με ανατροπές, διαλόγους φυσικότατους χωρίς ν' αποτελούν σειρά από ατάκες για κωμική σειρά, με φυσικό και πειστικό παίξιμο από τους ηθοποιούς, με καλή ρεαλιστική φωτογραφία και με μια Αθήνα που την αναγνωρίζω σαν την πόλη μου, όπως είναι, χωρίς μύθους και αντιμύθους.
Και ο "Κυνόδοντας" δεν είναι απορριπτέα ταινία, γιατί είναι καλογυρισμένος, με σφιχτό μοντάζ και καλές ερμηνείες. Αλλά η ιστορία του, ένα εφιαλτικό παραμύθι, είναι σχηματική. Στη Στρέλλα, αντιθέτως, παρακολουθούμε μια ιστορία που στάζει πραγματικότητα.
Εν τω μεταξύ, διαπιστώνω ότι στο διαδίκτυο υπάρχουν και διάφοροι τύποι που έχουν ξεσπαθώσει και ζητούν "θάνατο ή φυλακή για τους gay". Παρά δε τη δήλωση του σκηνοθέτη, ότι θεωρεί την ταινία του μια queer ταινία, εγώ την είδα απλά σαν μια ταινία για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Το ότι η ταινία αυτή απορρίφτηκε από το ΕΚΚ λέει τα πάντα για το κατάντημα του τελευταίου. Όσο περισσότερα τα βραβεία, τόσο ηχηρότερο το χαστούκι, ευτυχώς.

Την άποψή μου περί μη queer ταινίας, παρά τη δήλωση του ίδιου του δημιουργού της, τη βρήκα και σε μια κριτική του Θανάση Γεντίμη, ο οποίος λέει:
"Παρότι ο σκηνοθέτης της ταινίας Πάνος Χ. Κούτρας επιμένει να χαρακτηρίζει τη «Στρέλλα» ως ένα 'queer' φιλμ, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Η συζήτηση περί 'queer' ή μη θα μπορούσε να γίνει σε ένα θεωρητικό επίπεδο, είναι προτιμότερο όμως να μείνουμε στην ουσία, στο γεγονός δηλαδή ότι η απόκλιση της ιστορίας από την "ετεροκανονικότητα" δεν αφέθηκε να καπελώσει το συνολικό αποτέλεσμα, αποφεύγοντας επιμελώς σεναριακές ευκολίες και λοιπές υπερβολές."

Την ίδια άποψη έχει και ο πρωταγωνιστής της ταινίας (από την Deutsche Welle):
"Στη συζήτηση με το κοινό ένας θεατής θέτει την ερώτηση, εάν η “Στρέλλα” ανήκει στο είδος του queer cinema, δηλαδή ενός κινηματογράφου που ασχολείται με το θέμα της ομοφυλοφιλίας. Ενώ ο Πάνος Κούτρας απάντησε καταφατικά, ο Γιάννης Κοκκιασμένος, ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας και δεδηλωμένος ετεροφυλόφιλος, επέμενε πως δεν πρόκειται για queer film, αλλά για μια τρυφερή ταινία."

Άγιος Βασίλης superfluous

Στο αποψινό δελτίο της ΝΕΤ ήταν κάτι παιδάκια στο Ευγενίδειο και η δημοσιογράφος έκανε σ' ένα κοριτσάκι την κλασική ερώτηση:
"Εσένα, τι θέλεις να σου φέρει ο Άγιος Βασίλης;"

Και η απάντηση, κατόπιν σκέψεως:
"Δε θέλω να μου φέρει τίποτα, γιατί μου τα δίνουν όλα οι γονείς μου."!

Δύο τινά: ή πράγματι το παιδί δεν έχει ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ή δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Αϊ-Βασίλη.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 17, 2009

Μνήμη Σίμωνος Καρά

Κάνω μεταγραφή των βινυλίων και των κασετών μου σε mp3 (καιρός ήταν!) και, μεταγράφοντας ένα δίσκο του Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, από τη σειρά Ελληνικοί Αντίλαλοι, έπεσα πάνω στο εισαγωγικό σημείωμα του αείμνηστου Σίμωνα Καρά, με ιστορικό ενδιαφέρον για όσους δεν είναι ενήμεροι άλλως πως:


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 10, 2009

Δι' ασήμαντον αφορμήν

Έβλεπα χτες τους "Φακέλους" του Αλέξη Παπαχελά, που ήταν αφιερωμένοι στα περσινά Δεκεμβριανά, και έλεγε πως όλα άρχισαν από μια μοιραία κλήση για παράνομο παρκάρισμα σε δρόμο των Εξαρχείων. Το περιπολικό του Κορκονέα στάλθηκε να δει και τελικά ο οδηγός του σκότωσε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο.
Σήμερα το πρωί, λοιπόν, έβλεπα την εκπομπή του Λυριτζή και του άλλου στη ΝΕΤ, και από κάτω περνούσε η κορδέλα με τις ειδήσεις, και σε μια στιγμή έλεγε πως "χαρίζονται οι παραβάσεις για παράνομη στάθμευση από 1ης Δεκεμβρίου, λόγω εορτών". Σκέφτηκα λοιπόν πως τζάμπα η όλη φασαρία πέρσι. Θα μπορούσαν να μην είχαν στείλει καν το περιπολικό, αφού γνώριζαν ότι, όπως κάθε χρόνο, μετά από λίγες μέρες η όποια κλήση θα σβηνόταν έτσι κι αλλιώς λόγω Χριστουγέννων. Το έστειλαν όμως, κι έτσι σκοτώθηκε ένα αγόρι, κάηκε το χριστουγεννιάτικο δέντρο και μια βιβλιοθήκη και καρβούνιασαν πλήθος αυτοκίνητα, άγνωστο αν παρκαρισμένα νομίμως ή όχι...
Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τραγικό.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2009

Κοινωνική Σαπίλα

Είδα απόψε την Κοινωνική σαπίλα, ταινία του Στέλιου Τατασόπουλου, του 1932, στη φρεσκοστεγασμένη Ταινιοθήκη. Για τα μέτρα της εποχής στην Ελλάδα, πρέπει να ήταν πολύ ρηξικέλευθο. Το σενάριο, βέβαια, προσχηματικό:

Ένας φτωχός φοιτητής μαθαίνει από τον πατέρα του πως στο εξής πρέπει να κολυμπήσει μόνος του. Πιάνει δουλειά σ' ένα θέατρο, όπου του αναγνωρίζεται το ταλέντο του (παρόλο που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του στις πρόβες του χορευτικού) και γίνεται πρωταγωνιστής!! Έψαχνε για any job, λόγω ανεργίας, είδε μια πόρτα ανοιχτή σ' ένα θέατρο, μπήκε μέσα και... habemus protagonistam! Τέλος πάντων, ερωτεύεται την πρωταγωνίστρια (Νίκι και όχι Νίκη), και, παρόλο που υποτίθεται ότι έπιασε δουλειά για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του, εμείς τον βλέπουμε μαζί με την κοπέλα να σαλιαρίζει στο Φάληρο πίνοντας μπίρες και όχι να μελετά τα βράδια. Η πρωταγωνίστρια πάντως κάποια στιγμή προτιμά έναν γυναικά βιομήχανο ο οποίος της υπόσχεται δικό της θέατρο και θίασο κλπ. Τσιμπάει σαν καμιά χωριατοπούλα κι έτσι ο φτωχός φοιτητής την αποκαλεί πόρνη (διάβασμα χειλιών) και την εγκαταλείπει. Στη συνέχεια αποχωρεί και από το θέατρο όπου δούλευε σαν πρωταγωνιστής. Ο θεατρώνης, πάντως, δεν δείχνει να πολυσκοτίζεται που ο πρωταγωνιστής του τον παρατάει σύξυλο μέσα στη σεζόν, ούτε μαθαίνουμε αν η πρωταγωνίστρια συνεχίζει να παίζει στο θέατρο μετά το σπίτωμά της στου βιομηχάνου.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι στην αποκαταστημένη κόπια εμφανίζεται δύο φορές μια σεκάνς από τις πρόβες του θεάτρου, διάρκειας περίπου ενός λεπτού, με απόσταση πενταλέπτου η πρώτη φορά από τη δεύτερη. Δουλειά άραγε της Ταινιοθήκης ή του Τατασόπουλου, ο οποίος μας ειπώθηκε ότι συμμετείχε στο μοντάζ της ταινίας όταν αυτή αποκαταστάθηκε;
Τέλος πάντων, ο εκ νέου άνεργος και πρώην φοιτητής δε βρίσκει δουλειά (δεν το είχε σκεφτεί αυτό όταν παραιτιόταν από το θέατρο) και τελικά πουλάει τα ρούχα του σ'ένα κατάστημα, όπου στη μαρκίζα διαβάζουμε ανάποδα τη λέξη ΕΝΔΥΜΑΤΑ, ως ΑΤΑΜΥΔΝΕ, πράγμα που πάλι με έβαλε σε σκέψη αν οφείλεται σε γκάφα της Ταινιοθήκης κατά την αποκατάσταση της ταινίας ή όχι.
Ο Ντίνος (αυτό είναι το όνομά του) μπλέκει με τον υπόκοσμο αλλά τελικά ξεφεύγει, και μάλιστα από τα ναρκωτικά, για τα οποία μαθαίνουμε ότι διακινούνται ακόμα και στα νοσοκομεία, και επίσης βλέπουμε έναν να κάνει ένεση... στο έξω μέρος του πήχη του! Παραμένει όμως ο Ντίνος χωρίς δουλειά και πεινάει άγρια. Ο θεατρώνης του τον πετυχαίνει στο δρόμο και προσπαθεί να τον πείσει να επιστρέψει στο θέατρο, αλλά εκείνος αρνείται παρά την πείνα του. Φαίνεται πως ο σκηνοθέτης, σε μια σχιζοφρενική αυτοάρνηση του επαγγέλματός του, ταυτίζει μέσα στην ιστορία του τον κόσμο του θεάματος με την κοινωνική σαπίλα της μπουρζουαζίας (βλ. παρακάτω την περίπτωση της κατάληψης της Λυρικής, πέρσι στα Δεκεμβριανά). Αλλιώς, είναι απορίας άξιον γιατί δεν γυρνά, μια και μάλιστα η συμπρωταγωνίστριά του φαίνεται να μη δούλεψε άλλο εκεί μετά το σπίτωμά της στου βιομηχάνου. Τέλος, λιποθυμά μες στο δρόμο. Κάτι καπνεργάτες τον περιμαζεύουν, τον συνεφέρνουν και του βρίσκουν δουλειά στο καπνεργοστάσιο που δουλεύουν κι αυτοί. Εκεί ο Ντίνος "δεν αργεί να γίνει ηγετικό συνδικαλιστικό στέλεχος", προφανώς με την ίδια ραγδαία ανέλιξη που είχε γίνει και πρωταγωνιστής του θιάσου! Οργανώνεται μια εργατική συγκέντρωση-ομιλία, όπου επεμβαίνει η αστυνομία και γίνεται της τρελής (έχει πλάκα η σκηνή), και ο Ντίνος συλλαμβάνεται και καταλήγει μαζί με πολλούς άλλους "πολιτικούς κρατουμένους" στη φυλακή, παρέα με "τους ποινικούς και τους αλήτες". Και εδώ πάλι εμφανίζεται μια σεκάνς από τη ζωή της φυλακής δύο φορές, ολόιδια.
Ο βιομήχανος διαβάζει για τη σύλληψη του Ντίνου και δείχνει το άρθρο της εφημερίδας στη Νίκι. Αυτή συγκινείται (κομμάτι αργά) και τρέχει παντού για να πετύχει την αποφυλάκισή του, άγνωστο με ποια ιδιότητα, αφού ο βιομήχανος την είχε σπιτώσει αλλά όχι παντρευτεί, άρα με ποιο κοινωνικό κύρος προσπαθεί να βοηθήσει τον Ντίνο; Τέλος πάντων, τελικά τον επισκέφτεται στη φυλακή αλλά αυτός τη σνομπάρει, κι έτσι εκείνη φεύγει. Μετά από λίγο καιρό η Νίκι ανακαλύπτει πως ο βιομήχανος, εκτός από μπεκρής, πηγαίνει και με διάφορες άλλες γυναίκες. Τον αποκαλεί "άθλιο" (διάβασμα χειλιών) και τον εγκαταλείπει. Πηγαίνει έξω από τη φυλακή όταν αποφυλακίζεται ο Ντίνος, μα εκείνος και πάλι δεν της μιλά. Απελπισμένη, κάθεται μόνη της σ' ένα καφενείο, όπου την πλευρίζει ένας σωματέμπορος που αργότερα την ωθεί να εκπορνευτεί με το ζόρι. Γίνεται βαβούρα και μαζεύεται κόσμος, μαζί τους κι ο Ντίνος που έτυχε να περνά από κάτω. Ανεβαίνει, βάζει ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι (για να εξαγοράσει την ελευθερία της Νίκις;) αλλά φεύγει χωρίς να την καταδεχτεί. "Θέλει να ξεκόψει από το παρελθόν", λέει το σχόλιο της ταινίας. "Ξέρει ότι τον περιμένουν οι σύντροφοί του στον αγώνα ενάντια στην κοινωνική σαπίλα". Άρα η ταινία δεν έχει χάπυ εντ, παρά το ότι η Νίκι εγκατέλειψε το βιομήχανο και μάλιστα έγινε και θύμα σεξουαλικοοικονομικής εκμετάλλευσης από τον σωματέμπορο, άρα έγινε προλετάρια. Αφήνω το απίστευτο του ότι μια πρωταγωνίστρα θεάτρου, αντί να γυρίσει στο θέατρο, γίνεται παρ' ολίγον λαϊκή πόρνη. Σε αυτή την άρνηση του Ντίνου να ξαναβρεί τη χαμένη του αγάπη παρά την προφανή ψυχική μεταστροφή της ηθοποιού, διαβλέπω μιαν εξαιρετικά τσιγκούνικη και μοραλιστική-αντιδραστική αντιμετώπιση της γυναίκας από τον Τατασόπουλο.

Σημασία λοιπόν είχε προφανώς να περάσει το εξαιρετικά απλοϊκό μήνυμα, μήνυμα καταγγελίας της σάπιας κοινωνίας και εξύψωσης του εργατικού κινήματος, με τον σάπιο βιομήχανο, τη σάπια γυναίκα και τους αγνούς εργάτες-φτωχούς φοιτητές.

Αναφέρθηκα πιο πάνω στην κατάληψη της Λυρικής πέρσι. Σε κάθε κοινωνική κρίση, όπως η περσινή, ακούγονται και λέγονται, εκτός από τα πολύ σωστά, και οι μεγαλύτερες κοτσάνες. Κάποιοι από τους καταληψίες, ας πούμε, κυκλοφόρησαν τότε μια προκήρυξη που εν ολίγοις έλεγε ότι "όταν οι Γερμανοί σκοτώνανε, η Λυρική ανέβαζε το τάδε έργο. Όταν μετά τη Βάρκιζα οι μοναρχοφασίστες σκοτώνανε, η Λυρική ανέβαζε το τάδε έργο. Όταν η χούντα βασάνιζε το '73 μετά το Πολυτεχνείο, η Λυρική ανέβαζε το τάδε έργο." Κλπ. κλπ. Ταύτιζε δηλαδή την ίδια τη λειτουργία της Λυρικής ως μουσικού θεάτρου με την κοινωνική αναλγησία. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το ίδιο σχήμα και, αντί να μιλήσουν για το τι έκανε η Λυρική κάθε στιγμή, να μιλήσουν για το τι έκανε "του Λινάρδου η ταβέρνα" κάθε στιγμή. "Όταν οι Γερμανοί έκαναν το μπλόκο της Κοκκινιάς, ο Βαμβακάρης έγραφε το 'Σκύλα μ' έκανες και λιώνω' ", κοκ.: