Τετάρτη, Δεκεμβρίου 15, 2010

Αρχείο και Βιβλιοθήκη Γιάννη Ψυχάρη

Ειδοποιημένος από έναν αγαθό δαίμονα, πήγα στην εκδήλωση που οργάνωσε η Βουλή των Ελλήνων για το Αρχείο και τη Βιβλιοθήκη Γιάννη Ψυχάρη, που την είχε αγοράσει κοψοχρονιάς από τον ίδιον ο Εμμανουήλ Μπενάκης το 1924 και την είχε δωρίσει στη Βουλή. Τώρα τέλειωσε η αποδελτίωση ή η ταξινόμηση ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων (περισσότερα στο σάιτ της Βουλής), κι έγινε αυτή η εκδήλωση.

Πρώτος μίλησε ο Θανάσης Παπαϊωάννου, γενικός γραμματέας της Βουλής, που εκφώνησε ένα λόγο ο οποίος συνόψιζε όλα τα θανάσιμα κλισέ και τις γνωστές ‘αλήθειες’ για το γλωσσικό ζήτημα (το “δεν υπάρχουν χυδαίες γλώσσες” του Μαβίλη και τέτοιες τρομερά ενδιαφέρουσες πληροφορίες). Έκλεισε το λόγο του με τις γνωστές ανοησίες περί κινδύνου αφελληνισμού της γλώσσας μας λόγω της αθρόας εισροής ξένων λέξεων και περί απειλής που προέρχεται από το ορθογραφικό κομφούζιο (εξ όνυχος τον λέοντα· από αυτό μαντεύετε και τα υπόλοιπα…). Αυτοί είναι οι κίνδυνοι της γλώσσας μας στις αρχές του 21ου αιώνα, κατά τον κύριο ‘Γενικό’. Εγώ θα έλεγα πως αν η γλώσσα μας κινδυνεύει, κινδυνεύει γιατί ο πολιτισμός μας πάσχει, αν τουλάχιστον κρίνουμε από τις κατά καιρούς δηλώσεις του Προέδρου της Βουλής (τα περί Νομπελιστών Γερμανών vs. Νομπελιστών Ελλήνων), του πρώην Υπουργού Παιδείας (περί Hellenic Quest), του πρώην Υπουργού Εσωτερικών Πολύδωρα, τόσων άλλων, και τώρα του κου ‘Γενικού’. Κινδυνεύει η γλώσσα μας όχι με την έννοια της εξαφάνισης αλλά με την έννοια ότι δεν θα έχει πια κανείς να διαβάσει τίποτα σε αυτή τη γλώσσα που να είναι άξιο λόγου, παρά μόνο ανοησίες του παραπάνω είδους. Δεν έλειψαν από το λογίδριο του Κου ‘Γενικού’ οι χαρίεσσες αναφορές στο φούρνο του Χότζα των Πανελληνίων (παρομοίωση με τις συνεχείς αλλαγές της διδασκόμενης γλώσσας στα σχολεία μετά τον Β’ Παγκ. Πόλεμο), στην άθλια ποιότητα διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στα σχολεία μας και άλλα τέτοια άνοστα, ντεπλασέ και προσβλητικά, αν υποθέσουμε π.χ. ότι παρίσταντο στην εκδήλωση φιλόλογοι ξένων γλωσσών. Αν ήθελε ο κος ‘Γενικός’ να κάνει χιουμοράκι, ας πέταγε σπόντες για το πνευματικό επίπεδο της Βουλής των Ελλήνων, στην οποία γραμματεύει (βλ. supra).

Ευτυχώς η συνέχεια δεν ήταν στο ίδιο φτηνιάρικο επίπεδο αλλά καλύτερη, κι έτσι υπάρχει ελπίδα για τον πολιτισμό και άρα και για τη γλώσσα μας.

Μίλησαν οι υπεύθυνες της Βιβλιοθήκης και του Αρχείου και είπαν δυο λόγια για την ιστορία της υπόθεσης και για τα περιεχόμενα (τριάντα τόσες χιλιάδες τόμοι και πάμπολλα τεκμήρια: ο Ψυχάρης αγαπούσε τα παιδιά του –έχασε μάλιστα και τους δύο γιους του στον Μεγάλο Πόλεμο–, τις γυναίκες [όχι μόνο τις συζύγους του] και τα βιβλία). Γλωσσικά, ακούστηκε ένα “τέσσερις ογκώδες τόμοι”, πράγμα που δείχνει ότι η μετατροπή των επιθέτων σε –ώδης σε άκλιτα σε –ώδες αγγίζει και τους μορφωμένους, ακόμα και όταν μιλούν από καθέδρας σε καθηγητές πανεπιστημίου. Ακούστηκε επίσης ένας πληθυντικός “καρτ-ποστάλς”. Τα δύο αυτά ακούστηκαν από δυο διαφορετικούς ομιλητές διαφορετικού φύλου.

Μετά έγινε διάλειμμα· πήρα μια πορτοκαλάδα και χάζεψα τη μικρή έκθεση φωτογραφιών, χειρογράφων, εντύπων και αντικειμένων που υπήρχε παραδίπλα. Εκεί είδα ότι ο Ψυχάρης έχει μεγαλοπρεπή τάφο στο Βροντάδο της Χίου, πράγμα που αγνοούσα και σκοπεύω όταν βρεθώ εκεί να τον επισκεφτώ, γιατί ο Ψυχάρης είναι ένας από τους ήρωες της εφηβείας μου· όχι ο ίδιος σαν άνθρωπος αλλά το εκ των ων ουκ άνευ Ταξίδι του, να ‘ναι καλά ο Χάρης Πάτσης. Δυο φωτογραφίες, μία δική του και μία της πρώτης του γυναίκας, κόρης του Ερνέστου Ρενάν, σε μεγάλη ηλικία, είχαν τη λεζάντα “Ο Ψυχάρης [ή: η Νοεμί Ρενάν] σε ώριμη ηλικία”. Το ξόρκισμα του ‘γέρου’, των ‘γερατειών’ είχε λειτουργήσει κι εδώ. Ένας άντρας που κοντεύει τα εβδομήντα βρίσκεται σε ώριμη ηλικία; Ή μια γυναίκα επίσης; Πόση ματαιοδοξία πια! Ώριμος είναι αυτός που παράγει καρπούς, παιδιά, όχι βέβαια πολύ πρώιμα, όχι στα 16 του (αν και ‘ώριμος σεξουαλικά’ είναι ήδη), αλλά πάντως όχι ο γέρος με τα εγγόνια! Με αυτή τη λογική, η φωτογραφία ενός ώριμου θα πρέπει να λέει “νέος”, ενός νέου να λέει “έφηβος”, ενός εφήβου να λέει “παιδί”, ενός παιδιού να λέει “νήπιο”, ενός νηπίου να λέει “βρέφος” και ενός βρέφους να λέει “έμβρυο”. Ενός δε πεθαμένου να λέει “σε προχωρημένη ηλικία”, καθώς μάλιστα κανείς δεν πεθαίνει τη σήμερον ημέρα παρά όλοι ‘φεύγουν’.

Μετά το διάλειμμα μίλησε μία δόκτωρ Συγκριτικής Λογοτεχνίας με θέμα “Faire la pose: Ο Ψυχάρης στο φακό”. Καλό το θέμα, παρουσίαζε φωτογραφίες του Ψυχάρη ζευγάρι κάθε φορά με κάποιαν άλλη, αλλουνού. Καβάφης, Παλαμάς, Ουγκό κ.ά. Ο Ψυχάρης διανοούμενος (Παλαμάς), προφήτης (Ουγκό), γέρος (εδώ ακούστηκε κι αυτή η λέξη, ευτυχώς!), με το μπαστούνι κλπ., και γενικά έγινε η γνωστή αμείλιχτη και ελαφρώς σκυλευτική ανάλυση μιας φιγούρας αιχμαλωτισμένης μέσ’ στο χρόνο, που υφίσταται το ελαφρώς σαδιστικό νυστέρι της αισθητικής και ψυχολογικής ανάλυσης, σαν κανένας πίνακας ή πορτρέτο. Το ελαφρώς σαδιστικό προέρχεται από την αναπόφευκτα ελαφρώς ειρωνική διάθεση των σχολίων και από το γεγονός ότι αυτό που βλέπουμε δεν είναι ζωγραφική ούτε γλυπτική αλλά φωτογραφία, δηλ. έχει την ψευδαίσθηση του αληθινού, παρότι είναι σαφώς καλλιτεχνικό δημιούργημα και περνάει κάποια μηνύματα (μας επιδείχτηκε μάλιστα και η γνωστή φωτογραφία του Παπαδιαμάντη με τα πλεγμένα δάχτυλα, όπου “ο Παπαδιαμάντης μιμείται [εμπνέεται από;] τον Ντοστογιέφσκι και, στα πλαίσια της ασκητικής παράδοσης, κάθεται σα φρόνιμο παιδί που το τιμώρησαν στη γωνιά του” ή κάπως έτσι (δεν είχα και μαγνητόφωνο). Η ανάλυση των στησιμάτων του Ψυχάρη δεν ήταν κακή, ειδικά στην πετυχημένη παράθεση δίπλα-δίπλα μιας φωτογραφίας του Ψυχάρη ως δανδή και του Όσκαρ Ουάιλντ επίσης ως δανδή. Μετά από μια τέτοια ομιλία, αν είσαι αυτό που λέμε ‘μη άνετος τύπος’, δεν θα ξέρεις πώς να σταθείς, πώς να μιλήσεις, πώς να χαμογελάσεις και φυσικά πώς να ποζάρεις σε φωτογραφία. Εννοείται ότι δεν υπάρχει ‘φυσικός’ τρόπος να ποζάρεις, ότι όλες οι πόζες είναι ‘πόζες’, και τίποτα δεν ξεφεύγει από τη ματιά της κριτικής, άρα όπως και να ποζάρεις ή να μην ποζάρεις, θα σε κάνουν φύλλο και φτερό. Η ίδια η ομιλούσα είχε μαλλί ξανθοκάστανο ελαφρώς αχτένιστο, δείγμα αντισυμβατικής ακαδημαϊκής ανεμελιάς, περασμένο εν μέρει πίσω από το αφτί ενώ άλλες σειρές μαλλιού έπεφταν ελεύθερες προς το λαιμό της, σε μια πόζα που δεν ξέρω πώς να την αναλύσω αλλά σίγουρα θα ξέρει η ίδια, αν τη δει σε φωτογραφία. Από την άλλη, φορούσε κολιέ και σκουλαρίκια και το φόρεμά της ανάδειχνε καλά το λεπτό της κορμί κι ένα μέτριο ντεκολτέ. Η κατά Roland Barthes ‘3η διάσταση’ της παρουσίας της (τι σημασία έχει εντέλει αν πρόκειται για φωτογραφία ή για φυσική παρουσία; όλα μια πόζα είναι) ήταν ότι είναι μια μοντέρνα θελκτική και ελαφρώς αντισυμβατική δόκτωρ.

Ύστερα μίλησε ο Μιχάλης Κοπιδάκης για τη διάλεξη που έδωσε ο Ψυχάρης το 1893 στον Παρνασσό για την ιστορία του φιλιού (όχι μόνο του ερωτικού αλλά και του θρησκευτικού κλπ. De osculis variorum patriarcharum ή κάπως έτσι -έργο του 17ου αιώνα!), ενώπιον του βασιλικού ζεύγους. Είπε ότι μίλησε σε γλώσσα χωρίς ακρότητες και ότι, καθώς ήταν ομιλία και όχι γραπτό κείμενο, κέρδισε πόντους μια και η προφορική και όχι γραπτή μορφή έδινε λιγότερο στόχο στους γλωσσαμύντορες. Τα κατάφερε όμως τελικά ο Κοπιδάκης να ρίξει τη μαχαιριά του στο τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς τσιτάροντας τον Ξενόπουλο, ο οποίος είχε πει (στη γνωστή υπόθεση Σουρή, άραγε;) ότι του Ψυχάρη του έλειπε το γλωσσικό αίσθημα.

Μετά μίλησε ο Γιώργος Παπαναστασίου για τα ορθογραφικά του Ψυχάρη και αναφέρθηκε στο συντηρητισμό του Ψυχάρη στα ορθογραφικά, όχι γιατί δεν ήταν υπέρ της φωνολογικής (sic) ορθογραφίας αλλά γιατί θεωρούσε ότι η μάχη έπρεπε να δοθεί κυρίως στο επίπεδο της γλώσσας και γιατί θεωρούσε πρόωρη και αντιπαραγωγική την ανακίνηση ορθογραφικού ζητήματος, όταν προηγούνταν το γλωσσικό. Ο Τριανταφυλλίδης, αντιθέτως, είπε ο Παπαναστασίου, κατάλαβε πως τα δυο πάνε μαζί, γιατί η εκπαίδευση είναι βασικός τομέας όπου διαμορφώνεται η γλώσσα και η εθνική ζωή και η ορθογραφία έπρεπε να γίνει διδάξιμη, έστω και αν αυτό σήμαινε να γράφουμε το τραβήξτε με περισπωμένη (ενώ ετυμολογικά θα έπρεπε να γραφτεί με οξεία, ως προερχόμενο από το τραβήξετε). Ο Ψυχάρης ήταν υπέρ της ιστορικής ετυμολογικής ορθογραφίας. Έγραφε δε ως και τα δύο πνεύματα πάνω στα δύο ρω, και είδα ας πούμε μια δική του γραφή 'αγώρι'. Άλλαξε όμως δυο-τρεις φορές απόψεις στη ζωή του πάνω στο θέμα και τελικά γύρω στο 1925 εισηγήθηκε ένα δικό του τσαπατσούλικο τονικό σύστημα με οξεία, βαρεία και περισπωμένη σε χρήσεις διαφορετικές από τις παραδοσιακές, μη θέλοντας να καταργήσει κανέναν τόνο, ίσως κατ’ αντιστοιχία της γαλλικής ορθογραφίας με τους τρεις της τόνους. Ο ειδικός επί της ορθογραφίας Παπαναστασίου στην ενδιαφέρουσα και σοβαρή ανακοίνωσή του αναφέρθηκε στην “ορθογραφία της αρχαίας” εννοώντας [και] τους τόνους και τα πνεύματα. Δε νομίζω πως αυτό είναι σωστό, αφού οι τόνοι και τα πνεύματα ανήκουν στην ορθογραφία του Βυζαντίου, και μάλιστα νομίζω ότι είναι και επιζήμιο να λέγεται έτσι, ‘ορθογραφία της αρχαίας’, γιατί δίνει στο πολυτονικό περισσότερο κύρος απ’ όσο δικαιωματικά του ανήκει. [Θυμάμαι την απόλυτη αδυναμία του αρχιμουσικού Αλέξανδρου Αινιάν, όταν του διόρθωνα το βιβλίο του Ο κος Περίγελος, να πιστέψει ότι ο “Πλάτων”, τον οποίον θαύμαζε απεριόριστα, δεν έγραφε με οξείες και περισπωμένες, ούτε με ψιλές. Αναγκάστηκα να του πω ότι θα γίνει ο ίδιος “Περίγελος” αν γράψει κάτι τέτοιο, πράγμα που τον φέρμαρε λίγο, αν και δεν ξέρω τι έκανε τελικά γιατί η διόρθωση από εμένα σταμάτησε. Ας μη μιλάμε λοιπόν απρόσεχτα για ‘ορθογραφία της αρχαίας’ προκειμένου για τα τονικά σημάδια, γιατί οι αδαείς το παίρνουν τοις μετρητοίς.] Να σημειωθεί ότι ο Ψυχάρης στα γαλλικά το όνομά του το έγραφε Psichari και όχι Psychari, κακώς κατ’ εμέ. Ή παπάς παπάς, ή ζευγάς ζευγάς. Αν έγραφε στα ελληνικά Ψιχάρης, εντάξει. Αλλά αφού έγραφε Ψυχάρης;

Στη συνέχεια μίλησε ο Αλέξης Δημαράς, που τα μπουρδούκλωσε κάπως, με θέμα Ο Ψυχάρης σήμερα. Τέλος πάντων, το δια ταύτα, είπε, είναι ότι ο Ψυχάρης έχει ξεχαστεί σήμερα, με εξαίρεση τις εργασίες του Κριαρά. Και ευχήθηκε η ταξινόμηση του αρχείου Ψυχάρη να δώσει ώθηση στην έρευνα.

Αφού τέλειωσαν οι ανακοινώσεις, προβλήθηκε φρέσκια (Οκτ. 2010) συνέντευξη του Κριαρά στην Ιφιγένεια Ταξοπούλου, όπου ο Κριαράς, που είναι εκατό χρονώ και τετρακόσιων εγκεφάλω, μίλησε για τη γνωριμία του με τον Ψυχάρη όταν αυτός είχε επισκεφτεί 71άρης τα Χανιά το 1925 και ο Κριαράς είχε μόλις τελειώσει το α’ έτος της Φιλολογίας. Μίλησε επίσης για τις μελέτες του πάνω στον Ψυχάρη και έκλεισε λέγοντας πως ο Ψυχάρης έχει παραμεληθεί, εν μέρει με δική του ευθύνη (ήταν φανατικός κι έκανε εχθρούς χωρίς λόγο) και ότι πρέπει να τον αναδείξουμε γιατί είναι άνθρωπος που άνοιξε δρόμο στη νεοελληνική λογοτεχνία, όχι με το λογοτεχνικό του έργο (δεν το είπε ο Κριαράς αυτό αλλά ο Δημαράς, και συμφωνώ απ’ όσα λίγα έχω διαβάσει) αλλά με το γλωσσικό και με το Ταξίδι.

Κάτι ευχάριστο είναι ότι όλα τα ονόματα των γυναικών ήτανε μονά. Καθώς καταχωρίζω τα βιβλία που (όλο και πιο σπάνια) αγοράζω, έχω πήξει στις διπλές εγγραφές, ειδικά με τις αρχαιολογίνες. Έλεος! Παρακαλάω να ‘ναι ανύπαντρες! Αντιθέτως, στην εκδήλωση Ψυχάρη και οι εφτά γυναίκες είχαν μονά ονόματα. Αλλά και την Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, πρώην πρόεδρο της Βουλής, που ήταν στην αίθουσα, και αυτήν σκέτη Κα Μπενάκη την είπαν. Ουφ!

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 06, 2010

Μνήμη Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου

Η εν ψυχρώ δολοφονία του 15χρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από πιστόλι ‘οργάνου της τάξης’ πριν από δύο χρόνια, το βράδυ του Σαββάτου 6ης Δεκεμβρίου 2008, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, βραδιά που θα έπρεπε να κυλήσει σε ατμόσφαιρα χαράς και όχι δακρύων, και τα γεγονότα από το ξεχείλισμα δίκαιης οργής που ακολούθησαν, δεν άφησαν αδιάφορο κανέναν στην Ελλάδα. Παρά τη συντονισμένη προσπάθεια Αστυνομίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης να διαστρεβλώσουν τις περιστάσεις της δολοφονίας και να την παρουσιάσουν λίγο-πολύ ως νόμιμη άμυνα, κάτι πήγε στραβά (το γνωστό βίντεο) και όλοι στην Ελλάδα, όσοι βέβαια (και ήταν πολλοί) δεν είπαν “καλά του ‘κανε του κωλόπαιδου!” ή δεν σήκωσαν αδιάφορα τους ώμους, ένιωσαν, και πρώτα-πρώτα η μαθητιώσα νεολαία, ότι η δολοφονία αυτή είχε στόχο τους ίδιους, την ίδια τους την ύπαρξη, τα νιάτα τους και τα όνειρά τους. Στα πιο απομακρυσμένα και ήσυχα μέρη της χώρας μεταδόθηκε το μικρόβιο της διαμαρτυρίας, ακόμα και, λόγου χάρη, στη Σαντορίνη.
Ένα χρόνο μετά, το Γενάρη του 2010, έγινε στην Αθήνα η μεγάλη έκθεση του Εικαστικού Επιμελητηρίου στο Γκάζι, με θέμα την ανθρώπινη μορφή, έκθεση που παλιά ήταν ετήσια αλλά κάποια στιγμή είχε ανασταλεί για χρόνια, οπότε όταν τελικά έγινε πήρε τη μορφή συλλογικής αναδρομικής. Κάπου 2500 εκθέτες πήραν μέρος, πραγματικό πανηγύρι της τέχνης. Κάποια από τα έργα αναφέρονταν στα Μικρά Δεκεμβριανά, στις συγκρούσεις, στην αστυνομία, στους κουκουλοφόρους. Είδα και ένα, του Παναγιώτη Δρακόπουλου, με τίτλο Ματωμένα Όνειρα, που αναφερόταν στο Μεγάλο Νεκρό:
IMGP5352a
Λεπτομέρειες:


Εις μνήμην, λοιπόν, του αδικοχαμένου εφήβου.
Τώρα, τι δουλειά έχει η ΑΔΕΔΥ να κάνει 3ωρη στάση εργασίας για τα δύο χρόνια, λέει, από το θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου, δεν ξέρω.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 05, 2010

Χειρ Αγγέλου

Πήγα σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη, στην έκθεση “Χειρ Αγγέλου”, για τον Άγγελο Ακοτάντο, Κρητικό αγιογράφο των ετών 1425-1450 (έτος θανάτου), ο οποίος επηρέασε όλους τους μεταγενέστερους συμπατριώτες ομοτέχνους του, Παβία, Ρίτζο, Τζαφούρη, Δαμασκηνό, Θεοτοκόπουλο, Λαμπάρδο, Τζάνε. Παρότι ζωγραφίζει ωραία πρόσωπα, δεν μπορώ να πω ότι τρελάθηκα. Η μεγάλη τέχνη στη βυζαντινή ζωγραφική είναι στην Κωνσταντινούπολη, και η πιο ωραία πινακοθήκη είναι της Μονής του Σινά. Το πιο ωραίο έργο της έκθεσης είναι μια όχι δική του Παναγία Οδηγήτρια κωνσταντινουπολίτικης τέχνης, που εκτίθεται σαν δείγμα των επιδράσεων που θα δέχτηκε ο Άγγελος, ο οποίος θεωρείται ότι μάλλον μαθήτεψε σε κάποιον σπουδαίο ζωγράφο που είχε εκπατριστεί από τη Βασιλεύουσα.

Στον ίδιο τον Άγγελο μού άρεσε η προσοχή στη φύση. Τα αμπελόφυλλα και τα σταφύλια του, ας πούμε, στον Χριστό Άμπελο, ή τα λουλούδια του στη Γέννηση, είναι πολύ ωραία και καλοφτιαγμένα.



Επίσης μου άρεσε η ομάδα των νέων γυναικών με τις λαμπάδες στα Εισόδια της Θεοτόκου. Ομολογώ ότι δεν έχω μελετήσει το θέμα με προσοχή, συγκρίνοντας με άλλους, προγενέστερους ζωγράφους, αλλά πάντως με σταμάτησε η κομψότητά τους, η σαρκικότητά τους, η νεανική τους γυναικεία ομορφιά και, στην πιο δεξιά της ομάδας, το γυμνό της μπράτσο, από τον ώμο κιόλας, μολονότι είναι σχεδιασμένο άτεχνα· άτεχνα ξε-άτεχνα, είναι γυμνό. Τα μαλλιά τους είναι έκθετα, κυματιστά. Υπάρχει δηλ. ερωτισμός. Ακόμα, η κοπέλα αυτή, η ολοδέξια, λυγίζει και το αριστερό σκέλος με χαρακτηριστικό και τσαχπίνικο τρόπο, το δε ύφασμα είναι μαύρο. Πασαρέλα, σου λέω! Αλλά και η διπλανή της φοράει ένα μαύρο μανδύα που οι άκρες του είναι φερμένες μπροστά και θηλυκώνουν στο ύψος του γονάτου, κατά πολύ περίεργο τρόπο.

Ερωτικοί είναι και αρκετοί από τους άγιους Φανούριούς του, όταν δεν νικά τελείως η αυστηρότητα στα πρόσωπά τους. Ο άγιος Φανούριος, σύμφωνα με τις ειδήσεις της ηλεκτρονικής ξενάγησης μέσω i-pad, είναι άγιος που αναφάνηκε τον 14ο αιώνα στη Ρόδο και μεταφυτεύτηκε στην Κρήτη μετά από ένα θαύμα του που έσωσε κάτι Κρητικούς αιχμαλώτους. Θεωρούν ότι ο Άγγελος ζωγράφισε πολλές εικόνες του συγκεκριμένου αγίου, εισάγοντας ουσιαστικά έναν νέο εικονογραφικό τύπο μεταξύ Αγίου Δημητρίου και Αγίου Γεωργίου αλλά χωρίς άλογο. Τις εικόνες αυτές τις φιλοτέχνησε όλες για τη Μονή Βαρσαμονέρου, ο ηγούμενος της οποίας, ….. Παλαμάς, προμοτάρισε πολύ τη λατρεία του αγίου στην Κρήτη. Άλλο ιδιαίτερο γνώρισμα του στρατιωτικού Αγίου Φανουρίου είναι ότι κρατά έναν μεσαίου μεγέθους σταυρό που απολήγει επάνω σε κερί αναμμένο, επιμηκύνοντας έτσι το κάθετο σκέλος του σταυρού.



Το έργο του που μου άρεσε περισσότερο είναι η πασίγνωστη Παναγία η Καρδιώτισσα (υπάρχει και άλλη μία, “Εγγαρδυώτισσα”), από το Βυζαντινό Μουσείο, όπου ο Χριστούλης ξελαιμιάζεται για να σκαρφαλώσει στο κεφάλι της μάνας του.





Περήφανη κορμοστασιά (μου θύμισε τον Ηρακλή που πολεμάει τον ταύρο της Κνωσού, στο Μουσείο Ολυμπίας) έχει και ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων. Αυτός και κάποιοι άλλοι τέτοιοι στρατιωτικοί λεβέντες έχουν στο γόνατο κάτι σαν διακοσμημένο εσωτερικά τσιρότο, που δεν καταλαβαίνω τι είναι.




Τέλος, όμορφη και η Αγία Αικατερίνα πλάι στην Παναγία. Φοράει διπλό κρεμαστό σκουλαρίκι σε κάθε αφτί και κορόνα στο κεφάλι.

Στον ένθρονο Χριστό, δεν καταλαβαίνω τι βρίσκουνε και τον θεωρούνε από τα καλύτερα έργα του. Τη δε ‘τόλμη’ του να ζωγραφίσει το θρόνο του Χριστού με πράσινο και ροζ χρώμα για να αποδώσει το μάρμαρο, θα την επικροτούσα αν επεξεργαζόταν το σχέδιο και τα δύο αυτά χρώματα, αντί να παστώσει όλη την τεράστια επιφάνεια του θρόνου με μπογιά.



Περιεργάστηκα τον κατάλογο της έκθεσης και διαπίστωσα με έκπληξη και ενόχληση ότι τα χρώματά του είναι τόσο αλλοιωμένα, παραμορφωτικά θα έλεγα, ώστε η πληρωμή των 30 ευρώ θα συνιστούσε χρωματική καταδολίευση του αγοραστή. Και να σκεφτεί κανείς ότι το βιβλίο αυτό θα σταλεί στο εξωτερικό, θα μπει στις βιβλιοθήκες, θα γαλουχήσει ανθρώπους στη βυζαντινή τέχνη.


Δυστυχώς, στην εποχή του Photoshop δεν είναι ικανοί να τραβήξουν σωστές έγχρωμες φωτογραφίες ούτε να ελέγξουν το αποτέλεσμα προτού αυτό τυπωθεί σε κατάλογο. Έτσι, μου κόπηκε κάθε καταναλωτική παρόρμηση ν’ αγοράσω τον κατάλογο, παρά τα πολύ ενδιαφέροντα σχόλια (αλλά 30 ευρώ μόνο για τα σχόλια, δε λέει). Αντιθέτως, έπεσα σ’ έναν άλλο τόμο, του 2009, με υπότιτλο “Η τεχνική ενός Κρητικού ζωγράφου του 15ου αιώνα”, ο οποίος πραγματεύεται αυτό ακριβώς: χρωστικές, ξύλα, συνδετικά μέσα, χαράξεις, παθολογίες. Πολύ ενδιαφέρον, και το τσίμπησα! (18 ευρώ)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 29, 2010

Γιάννης Σπυρόπουλος

Στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς· η έκθεση τέλειωσε στις 28 Νοεμβρίου. Η πιο γνωστή του περίοδος είναι οι μαύροι πίνακες, που μέσα τους φαγγρίζουν μπουκιές άσπρες, κίτρινες, κόκκινες, μπλε, πράσινες, πορτοκαλιές. Αφηρημένη τέχνη, άμορφη τέχνη. Δεν ξεπροβάλλουν μορφές, σχήματα, γραμμές, μόνο φορές κάποιοι σταυροί που σχηματίζονται από τη συσσωμάτωση των χρωματικών κομματιών ή σπάνιες ψιλές-ψιλές γραμμές που διασχίζουν το τελάρο σαν πεφτάστρια. Άναστρη νύχτα και πίσω της λουφάζουν χρωματιστές δυνητικότητες πραγματικού κόσμου. Με μπόλικο γκρίζο, σα μαύρο που μια άσπρη πηγή πασκίζει ν’ αλαφρύνει. Και πάλι νύχτα, έξω απ’ το τελάρο. Εν αρχή ην το σκότος.
IMGP9791a
Λεπτομέρειες, από τα δεξιά προς τ’ αριστερά:
IMGP9791b
IMGP9791d
IMGP9791c

Τετάρτη, Αυγούστου 18, 2010

MARGUERITE YOURCENAR, Mémoires d’Hadrien

(Le Livre de Poche, 1967 [πρώτη έκδοση 1951] 437 p.)
Χρόνια ήθελα να διαβάσω αυτό το βιβλίο, και τελικά αξιώθηκα!
Γραμμένο σε πολύ αρχοντικό ύφος, που αντλεί από τους κλασικούς Γάλλους συγγραφείς του 17ου αιώνα:
Chacun de nous a plus de vertus qu’on ne le croit, mais le succès seul les met en lumière, peut-être parce qu’on s’attend alors à nous voir cesser de les exercer. (153)

Ζωντανεύει τον Αδριανό. Αν και γυναίκα, δεν τον εκθηλύνει (ήταν και λεσβία). Ο Αδριανός γράφει και καλά την ιστορία της ζωής του λίγο πριν πεθάνει. Βέβαια, στην κατάσταση που υποτίθεται ότι είναι, άρρωστος κι ανήμπορος, θα ήταν αδύνατο να γράψει τέτοιο τούβλο τετρακοσίων σελίδων, και με τόση διαύγεια πνεύματος, αλλά τέλος πάντων.

Διαλεχτά κομμάτια

Ενσωματώνει με χιούμορ δικά της βιώματα, π.χ., περί Ελλάδας:
La Grèce s’y entendait mieux: son vin résiné, son pain clouté de sésame, ses poissons retournés sur le gril au bord de la mer, noircis inégalement par le feu et assaisonnés çà et là du craquement d’un grain de sable, contentaient purement l’appétit sans entourer de trop de complications la plus simple de nos joies. J’ai goûté, dans tel bouge d’Égine ou de Phalère, à des nourritures si fraîches qu’elles demeuraient divinement propres, en dépit des doigts sales du garçon de taverne, si modiques, mais si suffisantes, qu’elles semblaient contenir sous la forme la plus résumée possible quelque essence d’immortalité. (…) Le vin nous initie aux mystères volcaniques du sol, aux richesses minérales cachées: une coupe de Samos bue à midi, en plein soleil, ou au contraire absorbée par un soir d’hiver dans un état de fatigue qui permet de sentir immédiatement au creux du diaphragme son écoulement chaud, sa sûre et brûlante dispersion le long de nos artères, est une sensation presque sacrée, parfois trop forte pour une tête humaine. (20-21)

αλλά και από άλλα μέρη:
Opramoas, habitué à flairer l’air de l’Asie, était à l’aise, faisait confiance à ce mélange de silence et de tumulte, d’immobilité et de soudains galops, à ce luxe jeté sur le désert comme un tapis sur du sable. (207)

Κριτική της πορνείας («πώς το θέλετε, κύριε/κυρία;»):
On finirait par préférer aux stratagèmes éventés de la séduction les vérités toutes simples de la débauche, si là aussi ne régnait le mensonge. En principe, je suis prêt à admettre que la prostitution est un art comme le massage ou la coiffure, mais j’ai déjà peine à me plaire chez les barbiers et les masseurs. Rien de plus grossier que nos complices. Le coup d’œil du patron de taverne qui me réserve le meilleur vin, et par conséquent en prive quelqu’un d’autre, suffisait déjà, aux jours de ma jeunesse, à me dégoûter des amusements de Rome. Il me déplaît qu’une créature croie pouvoir escompter mon désir, le prévoir, mécaniquement s’adapter à ce qu’elle suppose mon choix. Ce reflet imbécile et déformé de moi-même que m’offre à ces moments une cervelle humaine me ferait préférer les tristes effets de l’ascétisme. (29-30)

Les philosophes font subir à la réalité, pour pouvoir l’étudier pure, à peu près les mêmes transformations que le feu ou le pilon font subir au corps: rien d’un être ou d’un fait, tel que nous l’avons connu, ne paraît subsister dans ces cristaux ou dans cette cendre. (38) Και πού να ‘βλεπε τους αποδομιστές να μελετούν τα έργα της!!

L’observation directe des hommes est une méthode moins complète encore, bornée le plus souvent aux constatations assez basses dont se repaît la malveillance humaine. (39)

Quand tous les calculs compliqués s’avèrent faux, quand les philosophes eux-mêmes n’ont plus rien à nous dire, il est excusable de se tourner vers le babillage fortuit des oiseaux, ou vers le lointain contrepoids des astres. (44) Ή στην ψηφαρίθμηση, θα έλεγε ο Πεντζίκης!

Η γραμματική ως τύπος των ανθρωπίνων:
La grammaire, avec son mélange de règle logique et d’usage arbitraire, propose au jeune esprit un avant-goût de ce que lui offriront plus tard les sciences de la conduite humaine, le droit ou la morale, tous les systèmes où l’homme a codifié son expérience instinctive. (53)

Αγαπά υπερβαλλόντως την ποίηση:
La lecture des poètes eut des effets plus bouleversants encore: je ne suis pas sûr que la découverte de l’amour soit nécessairement plus délicieuse que celle de la poésie. (54)

Σπουδαία συμβουλή:
Dès qu’un objet me répugnait, j’en faisais un sujet d’études; je me forçais adroitement à en tirer un motif de joie. (68)

Εισάγει την Κίνα μέσω του ιάδη:
A Odessos, un négociant revenu d’un voyage de plusieurs années me fit cadeau d’une pierre verte, semi-transparente, substance sacrée, paraît-il, dans un royaume dont il avait au moins côtoyé les bords, et dont cet homme épaissement enfermé dans son profit n’avait remarqué ni les mœurs ni les dieux. (74)
Και προχωρά σε προφητείες, ουσιαστικά, για την εξερεύνηση της υδρογείου. Αυτό το κάνει συχνά, δηλ. κάνει πρωθύστερες προβλέψεις για διάφορα θέματα, φυσικά, πνευματικά, και ιστορικά:
Si cet état de choses persistait (οι επιτάξεις), le moment était proche où nos populations paysannes, fatiguées de supporter notre lourde machine militaire, finiraient par nous préférer les barbares. (102)

Περί Felicitas, Libertas, Humanitas (που είχε θεσπίσει να αναγράφονται στα νομίσματα της βασιλείας του) ως διαχρονικά έγκυρων επαγγελιών, που αν υλοποιούνταν, δεν θα καταργούσαν την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, και άρα αξίζει να επιδιώκονται:
Je me félicitais que notre passé fût assez long pour nous fournir d’exemples, et pas assez lourd pour nous en écraser; que le développement de nos techniques fût arrivé à ce point où il facilitait l’hygiène des villes, la prospérité des peuples, et pas à cet excès où il risquerait d’encombrer l’homme d’acquisitions inutiles; que nos arts, arbres un peu lassés par l’abondance de leurs dons, fussent encore capables de quelques fruits délicieux. Je me réjouissais que nos religions vagues et vénérables, décantées de toute intransigeance ou de tout rite farouche, nous associassent mystérieusement aux songes les plus antiques de l’homme et de la terre, mais sans nous interdire une explication laïque des faits, une vue rationnelle de la conduite humaine. Il me plaisait enfin que ces mots même d’Humanité, de Liberté, de Bonheur, n’eussent pas encore été dévalués par trop d’applications ridicules. (...) Et je n’écoute que d’une oreille les gens bien intentionnés qui disent que le bonheur énerve [απονευρώνει], que la liberté amollit, que l’humanité corrompt ceux sur lesquels elle s’exerce. (…) Quand on aura allégé le plus possible les servitudes inutiles, évité les malheurs non nécessaires, il restera toujours, pour tenir en haleine les vertus héroïques de l’homme, la longue série des maux véritables, la mort, la vieillesse, les maladies non guérissables, l’amour non partagé, l’amitié rejetée ou trahie, la médiocrité d’une vie moins vaste que nos projets et plus terne que nos songes: tous les malheurs causés par la divine nature des choses. (165-166)

Je suis capable d’imaginer des formes de servitude pires que les nôtres, parce que plus insidieuses: soit qu’on réussisse à transformer les hommes en machines stupides et satisfaites, qui se croient libres alors qu’elles sont asservies, soit qu’on développe chez eux, à l’exclusion des loisirs et des plaisirs humains, un goût du travail aussi forcené que la passion de la guerre chez les races barbares. (169-170)

Nos vieilles provinces sont arrivées dans ces dernières années à un état de prospérité qu’il n’est pas impossible d’augmenter encore, mais il importe que cette prospérité serve à tous, et non pas seulement à la banque d’Hérode Atticus ou au petit spéculateur qui accapare toute l’huile d’un village grec. (175) Σοσιαλδημοκρατικές σπόντες.

Amasser des réserves contre un hiver de l’esprit qu’à certains signes, malgré moi, je vois venir. (186)

Ce séjour en Bretagne me fit envisager l’hypothèse d’un État centré sur l’Occident, d’un monde atlantique. (201)

Τα εγκαίνια του Ολυμπιείου στην Αθήνα γιορτάστηκαν σαν αποκορύφωμα του γάμου Ρώμης και Αθήνας, όπου la Grèce repartait comme un navire longtemps immobilisé par un calme, qui sent de nouveau dans ses voiles la poussée du vent. Ce fut alors qu’une mélancolie d’un instant me serra le cœur : je songeai que les mots d’achèvement, de perfection, contiennent en eux le mot de fin : peut-être n’avais-je fait qu’offrir une proie de plus au Temps dévorateur. (255)

Ακόμα και το φλαμένκο: Je me découvris un faible pour les danseuses aux crotales qui me rappelaient le pays de Gadès et les premiers spectacles auxquels j’avais assisté tout enfant. J’aimais ce bruit sec, ces bras levés, ce déferlement ou cet enroulement de voiles, cette danseuse qui cesse d’être femme pour devenir tantôt nuage et tantôt oiseau, tantôt vague et tantôt trirème. (331)

Όχι μόνο δε βλέπει πρόοδο στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά οσμίζεται την κατάρρευση του ρωμαϊκού κόσμου, το Μεσαίωνα, το ξαναξεκίνημα της Ιστορίας από ένα πολύ κατώτερο επίπεδο:
Là où un tisserand rapiécerait sa toile, où un calculateur habile corrigerait ses erreurs, où l’artiste retoucherait son chef-d’œuvre encore imparfait ou endommagé à peine, la nature préfère repartir à même l’argile, à même le chaos, et ce gaspillage est ce qu’on nomme l’ordre des choses. (352-353)

Προς τον μεθεπόμενο αυτοκράτορα (και φιλόσοφο) Μάρκο Αυρήλιο (προς τον οποίον απευθύνεται όλο το βιβλίο): Je t’ai vu lire avec passion les écrits des philosophes, te vêtir de laine rude, coucher sur la dure, astreindre ton corps un peu frêle à toutes les mortifications des Stoïques. Il y a de l’excès dans tout cela, mais l’excès est une vertu à dix-sept ans. Je me demande parfois sur quel écueil sombrera cette sagesse, car on sombre toujours : sera-ce une épouse, un fils trop aimé, un des ces pièges légitimes enfin où se prennent les cœurs timorés et purs… ? (389). Αναφορά στο γιο του Μάρκου Αυρηλίου, Κόμμοδο.
Chabrias s’inquiète de voir un jour le pastophore de Mithra ou l’évêque du Christ s’implanter à Rome et y remplacer le grand-pontife. (420)

Μιλά για τη λατρεία του Μίθρα και τις βάρβαρες μυητικές τελετές της (τα Ταυροβόλια):
Je me souviens que le poids du taureau agonisant faillit faire crouler le plancher à claire-voie sous lequel je me tenais pour recevoir l’aspersion sanglante. J’ai réfléchi par la suite aux dangers que ces sortes de sociétés presque secrètes pourraient faire courir à l’Etat sous un prince faible, et j’ai fini par sévir contre elles, mais j’avoue qu’en présence de l’ennemi elles donnent à leurs adeptes une force quasi divine. (81)

Μυείται πολύ αργότερα κι ο Αντίνοος: le Bithynien se coucha pour recevoir l’aspersion sanglante. Mais quand je vis émerger de la fosse ce corps strié de rouge, cette chevelure feutrée par une boue gluante, ce visage éclaboussé de taches qu’on ne pouvait laver, et qu’il fallait laisser s’effacer d’elles-mêmes, le dégoût me prit à la gorge, et l’horreur de ces cultes souterrains et louches. Quelques jours plus tard, je fis interdire aux troupes, cantonnées à Émèse, l’accès du noir Mithraeum. (261)

αλλά και για άλλες θρησκείες και φιλοσοφίες, όπως ας πούμε για έναν «Βραχμάνο» γυμνοσοφιστή:
il avait decidé de se brûler vif le lendemain. Osroès m’invita à cette solennité. Un bûcher de bois odoriférant fut dressé; l’homme s’y jeta et disparut sans un cri. (210) Τη δεκαετία του ‘60 είδαμε τέτοιους [Βουδιστές] στο Βιετνάμ, να καίγονται με βενζίνη σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Αλλά εδώ με εντυπωσιάζει η λεπτομέρεια ότι το ξύλο ήταν αρωματικό. Ο Ηλίας Πετρόπουλος, αντιθέτως, θέλησε να ρίξουν τη σποδό του στους υπονόμους του Παρισιού κι όχι στο Αιγαίο. Και συνεχίζει για το «Βραχμάνο»:
Il avait écarté les choses, les êtres, puis soi-même, comme autant de vêtements qui lui cachaient cette présence unique, ce centre invisible et vide qu’il préférait à tout. (…) J’avais moins de cet âge [de 20 ans] lorsqu’à Rome, conduit par un ami, j’étais allé voir le vieil Épictète dans son taudis de Suburre, peu de jours avant que Domitien l’exilât. L’ancien esclave auquel un maître brutal avait jadis brisé la jambe sans parvenir à lui arracher une plainte, le vieillard chétif supportant avec patience les longs tourments de la gravelle, m’avait semblé en possession d’une liberté quasi divine. J’avais contemplé avec admiration ces béquilles, cette paillasse, cette lampe de terre cuite, cette cuillère de bois dans un vase d’argile, simples outils d’une vie pure. Mais Épictète renonçait à trop de choses, et je m’étais vite rendu compte que rien, pour moi, n’était plus dangereusement facile que de renoncer. L’Indien, plus logique, rejetait la vie elle-même. (…) Ces sages s’efforçaient de retrouver leur dieu (…), de le réduire à cette qualité d’unique, d’intangible, d’incorporel, à laquelle il a renoncé le jour où il s’est voulu univers. (211-212) Δεν έχει άδικο ότι «ο Ινδός» ήταν «πιο λογικός», δηλαδή πιο συνεπής.

Δεν πάει καθόλου το εβραϊκό πνεύμα της περιουσιότητας και του μοναδικού αληθινού θεού:
Cette pensée forcenée (του αρχισυνάγωγου της Ιερουσαλήμ Ακίμπα) s’exprimait avec une subtilité fatigante : je dus subir une longue file de raisons, savamment déduites les unes des autres, de la supériorité d’Israël. (278) La longévité semblait l’avoir dépouillé de toute souplesse humaine : ce corps décharné, cet esprit sec étaient doués d’une dure vigueur de sauterelle. (279) Μου ‘φερε στο νου τον Χομεϊνί η εικόνα αυτή.

Aucun peuple, sauf Israël, n’a l’arrogance d’enfermer la vérité tout entière dans les limites étroites d’une seule conception divine, insultant ainsi à la multiplicité du Dieu qui contient tout ; aucun autre dieu n’a inspiré à ses adorateurs le mépris et la haine de ceux qui prient à de différents autels. Je n’en tenais que davantage à faire de Jérusalem une ville comme les autres, où plusieurs races et plusieurs cultes pourraient exister en paix ; j’oubliais trop que dans tout combat entre le fanatisme et le sens commun, ce dernier a rarement le dessus. (339)

Μιλώντας για τον Ιουδαϊκό Πόλεμο της εποχής του, αναφέρεται στην superstition fort défavorable au progrès des arts, δηλ. στην απαγόρευση των εικόνων. (336)

Η διαφορά ανάμεσα στην εκρωμαϊσμένη ελίτ και στον πολύ λαό (όπως σήμερα συμβαίνει στο ισλάμ). Μιλά για την απαγόρευση της περιτομής: Beaucoup des Juifs éclairés et riches qu’on rencontre à Alexandrie et à Rome ont cessé de soumettre leurs enfants à une pratique qui les rend ridicules aux bains publics et dans les gymnases, et s’arrangent pour en dissimuler sur eux-mêmes les marques. J’ignorais à quel point ces banquiers collectionneurs de vases myrrhins différaient du véritable Israël. (338)

Nous pouvions anéantir les murs massifs de cette citadelle où Simon [Bar-Kochba] consommait frénétiquement son suicide ; nous ne pouvions pas empêcher cette race de nous dire non. (349) Οποιαδήποτε ομοιότητα με το Αφγανιστάν είναι καθαρά συμπτωματική.

D’autre part, les Juifs christianisés, que nous n’avions pas inquiétés, et qui gardent rancune au reste du peuple hébreu d’avoir persécuté leur prophète, virent en nous les instruments d’une colère divine. La longue série des délires et des malentendus continuait. (360)

Κριτικός και είρωνας απέναντι στη χριστιανική διδασκαλία: Je passai tout un soir à discuter avec lui [Arrien] l’injonction qui consiste à aimer autrui comme soi-même ; elle est trop contraire à la nature humaine pour être sincèrement obéie par le vulgaire, qui n’aimera jamais que soi, et ne convient nullement au sage, qui ne s’aime pas particulièrement soi-même. (320-321)

Mais toutes les théories de l’immortalité m’inspirent de la méfiance ; le système des rétributions et des peines laisse froid un juge averti de la difficulté de juger. (415)

Ντεϊστής, παρά τις μαγείες που του άρεσαν: Mais les dieux ne se lèvent pas ; ils ne se lèvent ni pour nous avertir, ni pour nous protéger, ni pour nous récompenser, ni pour nous punir. Ils ne se levèrent pas cette nuit-là pour sauver Apollodore. (379)

La vie est atroce ; nous savons cela. Mais précisément parce que j’attends peu de chose de la condition humaine, les périodes de bonheur, les progrès partiels, les efforts de recommencement et de continuité me semblent autant de prodiges qui compensent presque l’immense masse des maux, des échecs, de l’incurie et de l’erreur. (419)

Εξηγεί γιατί στα πορτρέτα του έχει γένι, κόντρα στη μόδα της εποχής:
Une cicatrice au menton me fournit un prétexte pour porter la courte barbe des philosophes grecs. (87) Βέβαια, μιλά για πρόσχημα.

Lentement, je m’habituais au dénuement pour lui-même, et à ce contraste, que j’ai aimé plus tard, entre une collection de gemmes précieuses et les mains nues du collectionneur. (87)

Ρωμαϊκά ήθη:
S’enrhumer est à Rome un privilège d’empereur, puisqu’il lui est interdit par tous les temps de rien ajouter à la toge. (88)

On avait mis près d’une année à faire venir d’Afrique et d’Asie les animaux sauvages qu’on se proposait d’abattre en masse dans l’arène; le massacre de douze mille bêtes fauves, l’égorgement méthodique de dix mille gladiateurs faisait de Rome un mauvais lieu de la mort. (100)

Une épaisse sagesse, une espèce de prudence rance s’exhalait d’eux. (91)

J’apprenais… à ne jamais rien lui accorder [à la foule] que ce qu’elle avait raisonnablement le droit d’attendre, à ne rien refuser sans expliquer mon refus. Je n’emportais pas comme toi mes livres dans la loge impériale: c’est insulter les autres que de paraître dédaigner leurs joies. Si le spectacle m’écoeurait, l’effort de l’endurer m’était un exercice plus valable que la lecture d’Épictète. (155)

Έχει ενδιαφέρον να δούμε εδώ τι ακριβώς συμβουλεύει περί θεαμάτων τον επίδοξο φιλόσοφο ο Επίκτητος, στο Εγχειρίδιό του:

Εις τά θέατρα τό πολύ παριέναι ουκ αναγκαίον. Ει δέ ποτε καιρός είη, μηδενί σπουδάζων φαίνου ή σεαυτώι, τούτ’ έστι θέλε γίνεσθαι μόνα τά γινόμενα καί νικάν μόνον τόν νικώντα· hούτω γάρ ουκ εμποδισθήσηι. Βοής δέ καί τού επιγελάν τινί ή επί πολύ συγκινείσθαι παντελώς απέχου. Καί μετά τό απαλλαγήναι μή πολλά περί τών γεγενημένων διαλέγου, όσα μή φέρει πρός τήν σήν επανόρθωσιν· εμφαίνεται γάρ εκ τού τοιούτου, hότι εθαύμασας τήν θέαν.
Εις ακροάσεις τινών μή εική μηδέ hραιδίως πάριθι· παριών δέ τό σεμνόν καί τό ευσταθές καί hάμα ανεπαχθές φύλασσε.

Στα δημόσια θεάματα δεν είναι ανάγκη να πηγαίνεις συχνά. Κι αν τύχει κάποτε να πας, να δίνεις την εντύπωση πως τίποτε άλλο δεν σε απασχολεί παρά ο εαυτός σου, να επιθυμείς δηλαδή να γίνονται μόνο αυτά που πραγματικά γίνονται και να νικάει μόνον αυτός που βγαίνει νικητής. Έτσι δεν θα ενοχληθείς. Τις ζωηρές κραυγές, τα επιδοκιμαστικά γέλια ή τις έντονες συγκινήσεις να τα αποφεύγεις ολωσδιόλου. Κι όταν τελειώσει το θέαμα, μη συζητάς πολύ για όσα έγιναν –εφόσον δεν συντείνουν στη βελτίωσή σου. Γιατί μια τέτοια συμπεριφορά δείχνει ότι όσα είδες σου έκαναν μεγάλη εντύπωση.
Στις διαλέξεις [οι ακροάσεις ήσαν δημόσιες παρουσιάσεις νέων έργων από τους συγγραφείς] που δίνουν ορισμένοι να μην πηγαίνεις έτσι στην τύχη και απερίσκεπτα· άμα πας, όμως, φρόντισε να διατηρείς την ευπρέπεια και την ηρεμία σου, και συνάμα να μη γίνεσαι δυσάρεστος.
(Μετάφραση –και σχόλιο-- Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1993)

Για τις γυναίκες:
Je retrouvais le cercle étroit des femmes, leur dur sens pratique, et leur ciel gris dès que l’amour n’y joue plus. (97)

Ήθη του πολέμου:
Nos ennemis brûlaient vivants leurs prisonniers; nous commençâmes à égorger les nôtres, faute de moyens de transport pour les expédier sur les marchés d’esclaves de Rome ou de l’Asie. (103)

Αποτεφρώνεται ο Τραϊανός:
La petite fumée se dissipa dans l’air pâle du matin sans ombres. (138) «Στίχος» σπάνιας ομορφιάς, 16σύλλαβος, αν φάμε τα βουβά e. Μου θυμίζει, δεν ξέρω γιατί, την αρχή των Illuminations του Ρεμπώ, Après le déluge: Aussitôt que l’idée du Déluge se fut rassise, Un lièvre s’arrêta dans les sainfoins et les clochettes mouvantes et dit sa prière à l’arc-en-ciel à travers la toile de l’araignée.

Και για το θρίαμβo του Τραϊανού, με τη μορφή της Columna Traiana:
…un mort a droit à cette espèce d’inauguration dans la tombe, à ces quelques heures de pompe bruyante avant les siècles de gloire et les millénaires d’oubli. (160)

En y travaillant [στην ανέγερση ενός Ωδείου, πρότυπης βιβλιοθήκης στη Ρώμη που θα ήταν ένα κέντρο ελληνικής παιδείας], je pense souvent à la belle inscription que Plotine avait fait placer sur le seuil de la bibliothèque établie par ses soins en plein Forum de Trajan : Hôpital de l’Ame. (329)

Η πολιτική του, απέναντι στην πολιτική του Τραϊανού:
Tout accroissement nouveau du vaste organisme impérial me semblait une excroissance maladive, un cancer, ou l’œdème d’une hydropisie dont nous finirions par mourir. (108)

Μεταφραστικό πρόβλημα: θεωρώ γενικά ότι η καλύτερη απόδοση του génie είναι «δαιμόνιο», π.χ. Το Δαιμόνιο του Χριστιανισμού, του Σατωβριάνδου. Ωστόσο:
s’abandonne à son démon ou à son génie (108) -> στο δαιμόνιο ή στο genius του;

Ιστορικά σε σχέση με την Ελλάδα:

Je fus nommé archonte d’Athènes. (111)

A Chéronée…je fus deux jours l’hôte de Plutarque (112) (φανταστικό επεισόδιο;)

Les traces de nos crimes restaient partout visibles: les murs de Corinthe ruinés par Mummius, et les places laissées vides au fond des sanctuaires par le rapt de statues organisé au cours du scandaleux voyage de Néron. La Grèce appauvrie continuait dans une atmosphère de grâce pensive, de subtilité claire, de volupté sage. Rien n’avait changé depuis l’époque où l’élève du rhéteur Isée avait respiré pour la première fois cette odeur de miel chaud, de sel et de résine; rien en somme n’avait changé depuis des siècles. Le sable des palestres était toujours aussi blond qu’autrefois; Phidias et Socrate ne les fréquentaient plus, mais les jeunes hommes qui s’y exerçaient ressemblaient encore au délicieux Charmide. Il me semblait parfois que l’esprit grec n’avait pas poussé jusqu’à leurs extrêmes conclusions les prémisses de son propre génie: les moissons restaient à faire; les épis mûrs au soleil et déjà coupés étaient peu de chose à côté de la promesse éleusinienne du grain caché dans cette belle terre. Même chez mes sauvages ennemis sarmates, j’avais trouvé des vases au pur profil, un miroir orné d’une image d’Apollon, des lueurs grecques comme un pâle soleil sur la neige. J’entrevoyais la possibilité d’helléniser les barbares, d’atticiser Rome, d’imposer doucement au monde la seule culture qui se soit un jour séparée du monstrueux, de l’informe, de l’immobile, qui ait inventé une définition de la méthode, une théorie de la politique et de la beauté. Le dédain léger des Grecs, que je n’ai jamais cessé de sentir sous leurs plus ardents hommages, ne m’offensait pas; je le trouvais naturel; quelles que fussent les vertus qui me distinguaient d’eux, je savais que je serais toujours moins subtil qu’un matelot d’Égine, moins sage qu’une marchande d’herbes de l’Agora. J’acceptais sans irritation les complaisances un peu hautaines de cette race fière; j’accordais à tout un peuple les privilèges que j’ai toujours si facilement concédés aux objets aimés. Mais pour laisser aux Grecs le temps de continuer, et de parfaire, leur œuvre, quelques siècles de paix étaient nécessaires, et les calmes loisirs, les prudentes libertés qu’autorise la paix. La Grèce comptait sur nous pour être ses gardiens, puisque enfin nous nous prétendons ses maîtres. Je me promis de veiller sur le dieu désarmé. (112-114) Αυτά προφανώς δεν ευοδώθηκαν.

j’avais, comme Alexandre à la veille d’une bataille, sacrifié à la Peur avant mon entrée à Rome. (153)

L’élargissement de la route de Mégare transformait le paysage des roches skyroniennes (185) [η σωστή γραφή είναι skironiennes]

L’Olymp[i]éion d’Athènes se devait d’être l’exact contrepoids du Parthénon, étalé dans la plaine comme l’autre s’érige sur la colline, immense où l’autre est parfait: l’ardeur aux genoux du calme, la splendeur aux pieds de la beauté. (187) ce temple de marbre, élevé sur le lieu où Deucalion vit cesser le Déluge (254) Στο σηκό είχε πλάι στον χρυσελεφάντινο Δία έναν πύθωνα: au pied de l’échaffaudage, le grand python que j’avais fait chercher aux Indes pour le consacrer dans ce sanctuaire grec reposait déjà dans sa corbeille de filigrane, bête divine, emblème rampant de l’esprit de la Terre, associé de tout temps au jeune homme nu qui symbolise le Génie de l’empereur. (256)

Plotinopolis [το σημερινό Διδυμότειχο] est due au besoin d’établir en Thrace de nouveaux comptoirs agricoles, mais aussi au tendre désir d’honorer Plotine. (190)

Hadrianople en Épire στην Αλβανία (Βόρεια Ήπειρο) σήμερα (190)

Je me fis initier à Éleusis dix-huit mois plus tard. En un sens, cette visite à Osroès avait marqué un tournant de ma vie. Au lieu de rentrer à Rome, j’avais décidé de consacrer quelques années aux provinces grecques et orientales de l’empire: Athènes devenait de plus en plus ma patrie, mon centre. (214)

J’emmenai Antinoüs dans l’Arcadie de ses ancêtres: les forêts y restaient aussi impénétrables qu’au temps où ces antiques chasseurs de loups y avaient vécu. Parfois, d’un coup de fouet, un cavalier effarouchait une vipère; sur les sommets pierreux, le soleil flambait comme au fort de l’été; le jeune garçon adossé au rocher sommeillait la tête sur la poitrine, les cheveux frôlés par le vent, espèce d’Endymion du plein jour. Un lièvre, que mon jeune chasseur avait apprivoisé à grand-peine, fut déchiré par les chiens; ce fut le seul malheur de ces journées sans ombre. Les gens de Mantinée se découvriront des liens de parenté avec cette famille de colons bithyniens, jusque-là inconnus: cette ville, où l’enfant eut plus tard ses temples, fut par moi enrichie et ornée. L’immémorial sanctuaire de Neptune, tombé en ruine, était si vénérable que l’entrée en était interdite à quiconque : des mystères plus anciens que la race humaine s’y perpétuaient derrière des portes continuellement closes. Je construisis un nouveau temple, beaucoup plus vaste, à l’intérieur duquel le vieil édifice gît désormais comme un noyau au centre d’un fruit. Sur la route, non loin de Mantinée, je fis rénover la tombe où Épaminondas, tué en pleine bataille, repose auprès d’un jeune compagnon frappé à ses côtés ; une colonne, où un poème fut gravé, s’éleva pour commémorer ce souvenir d’un temps où tout, vu à distance, semble avoir été noble et simple, la tendresse, la gloire, la mort. En Achaïe [;], les Jeux Isthmiques furent célébrés avec une splendeur qu’on n’avait pas vue depuis les temps anciens ; j’espérais, en rétablissant ces grandes fêtes helléniques, refaire de la Grèce une unité vivante. Des chasses nous entraînèrent dans la vallée de l’Hélicon dorée par les dernières rousseurs de l’automne ; nous fîmes halte au bord de la source de Narcisse, près du sanctuaire de l’Amour : la dépouille d’une jeune ourse, trophée suspendu par des clous d’or à la paroi du temple, fut offerte à ce dieu, le plus sage de tous. (229-230)

Μésomédès de Crète, mon musicien favori, accompagna sur l’orgue hydraulique la récitation de son poème de La Sphinge, œuvre inquiétante, sinueuse, fuyante comme le sable au vent. (273) Κομμάτια ύδραυλης υπάρχουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Δίου, και η μεν Σφίγγα δεν σώζεται, σώζονται όμως οι μελωδίες δύο ύμνων του, ενός στις Μούσες κι ενός στην Καλλιόπη: Καλλιόπεια σοφά, Μουσών προκαθαγέτι τερπνών, και σοφέ Μυστοδότα, Λατούς γόνε, Δήλιε Παιάν, ευμενείς πάρεστέ μοι.

J’avais chargé Hérode Atticus de surveiller la construction d’un réseau d’aqueducs en Troade ; il en profita pour gaspiller honteusement les deniers publics ; appelé à rendre des comptes, il fit répondre avec insolence qu’il était assez riche pour couvrir tous les déficits. (321)

Για το Θέατρο του Διονύσου, στην Αθήνα: J’y occupai un siège à peine surélevé à côté de celui de l’Hiérophante ; le prêtre d’Antinoüs avait désormais le sien parmi les notables et le clergé. Και για τη ζωφόρο της σκηνής του: J’avais fait agrandir la scène du théâtre ; de nouveaux bas-reliefs l’ornaient ; sur l’un d’eux, mon jeune Bithynien recevait des déesses éleusiaques (sic) une espèce de droit de cité éternel. (326)

Για τις διακοινοτικές σχέσεις στην Αλεξάνδρεια:
…à tenir la balance égale entre les Grecs et les Juifs, incompatibles éternels. (143)

Les religions sont à Alexandrie aussi variées que les négoces : la qualité du produit est plus douteuse. Les chrétiens surtout s’y distinguent par une abondance de sectes au moins inutile. Deux charlatans, Valentin et Basilide, intriguaient l’un contre l’autre, surveillés de près par la police romaine. La lie du peuple égyptien profitait de chaque observance rituelle pour se jeter, gourdin en main, sur les étrangers ; la mort du bœuf Apis provoque plus d’émeutes à Alexandrie qu’une succession impériale à Rome. Les gens à la mode y changent de dieu comme ailleurs on change de médecin, et sans plus de succès. Mais l’or est leur seule idole : je n’ai vu nulle part solliciteurs plus éhontés. (277)

Εγκώμιο του ταξιδιώτη:
Peu d’hommes aiment longtemps le voyage, ce bris perpétuel de toutes les habitudes, cette secousse sans cesse donnée à tous les prejugés. Mais je travaillais à n’avoir nul prejugé et peu d’habitudes. (180)
Ulysse sans autre Ithaque qu’intérieure. (182)

Je goûtais cette odeur de sel et de soleil sur la peau humaine, ce parfum de lentisque et de térébinthe des îles où l’on voudrait vivre, et où l’on sait d’avance qu’on ne s’arrêtera pas. (362)

Για τις πόλεις (του):
La ville: le cadre, la construction humaine, monotone si l’on veut, mais comme sont monotones les cellules de cire bourrées de miel… (190)

Λάτρης της ελληνικής τέχνης και του κλασικού πνεύματος:
Mais notre art (j’entends celui des Grecs) a choisi de s’en tenir à l’homme. Nous seuls avons su montrer dans un corps immobile la force et l’agilité latentes; nous seuls avons fait d’un front lisse l’équivalent d’une pensée sage. Je suis comme nos sculpteurs: l’humain me satisfait; j’y trouve tout, jusqu’à l’éternel. La forêt tant aimée se ramasse pour moi tout entière dans l’image du centaure; la tempête ne respire jamais mieux que dans l’écharpe ballonnée d’une déesse marine. Les objets naturels, les emblèmes sacrés, ne valent qu’alourdis d’associations humaines: la pomme de pin phallique et funèbre, la vasque aux colombes qui suggère la sieste au bord des fontaines, le griffon qui emporte le bien-aimé au ciel. (192-193)

Αντιθέτως, στην επίσκεψή του στις Θήβες της Αιγύπτου και στον Κολοσσό του Μέμνονα:
J’étais excédé par ces figures colossales de rois tous pareils, assis côte à côte, appuyant devant eux leurs pieds longs et plats, par ces blocs inertes où rien n’est présent de ce qui pour nous constitue la vie, ni la douleur, ni la volupté, ni le mouvement qui libère les membres, ni la réflexion qui organise le monde autour d’une tête penchée. (296)

Il [ένας Απολλόδωρος, διανοούμενος, που τον εκτέλεσε για συνωμoσία] ignorait tout des beaux temps de l’art grec ; ce plat logicien me reprochait d’avoir peuplé nos temples de statues colossales qui, si elles se levaient, briseraient du front la voûte de leurs sanctuaires : sotte critique, qui blesse Phidias encore plus que moi. Mais les dieux ne se lèvent pas ; ils ne se lèvent ni pour nous avertir, ni pour nous protéger, ni pour nous récompenser, ni pour nous punir. Ils ne se levèrent pas cette nuit-là pour sauver Apollodore. (379) Η αναφορά στο Φειδία είναι γιατί παρόμοια κριτική είχε ασκηθεί και σ’ αυτόν, για τον χρυσελεφάντινο Δία της Ολυμπίας.

Για τον αγαπημένο του Αντίνοο, εκ Βιθυνίας της Μικράς Ασίας ορμώμενο:
J’ai imposé au monde cette image: il existe aujourd’hui plus de portraits de cet enfant que de n’importe quel homme illustre, de n’importe quelle reine. (194)

Mais l’Asie avait produit sur ce sang un peu âcre l’effet de la goutte de miel qui trouble [θολώνει] et parfume un vin pur. (225)

Αν δεν είχε αυτοκτονήσει ο Αντίνοος, L’accoutumance nous aurait conduits à cette fin sans gloire, mais aussi sans désastre, que la vie procure à tous ceux qui ne refusent pas son doux émoussement par l’usure. J’aurais vu la passion se changer en amitié, comme le veulent les moralistes, ou en indifférence, ce qui est plus fréquent. (251)

Περνούν μαζί μια νύχτα σε μια καλύβα χωρικών, στη Σαρδηνία, λόγω καταρρακτώδους βροχής: je me crus Zeus visitant Philémon en compagnie d’Hermès. (253) Υπάρχει σχετικός πίνακας του Ρέμπραντ.
Je n’aimais pas moins ; j’aimais plus. Mais le poids de l’amour, comme celui d’un bras tendrement posé au travers d’une poitrine, devenait peu à peu lourd à porter. (256)

Αρχίζει και έχει και «κομπάρσους» της μιας νύχτας. Ο Αντίνοος αρχικά αηδιάζει, γιατί έχει άλλη ιδέα για την αγάπη, αλλά στο τέλος συνηθίζει. Ces vaines tentatives [οι κραιπάλες του Αδριανού] s’expliquent assez par le goût de la débauche ; il s’y mêlait l’espoir d’inventer une intimité nouvelle où le compagnon de plaisir ne cesserait pas d’être le bien-aimé et l’ami ; l’envie d’instruire l’autre, de faire passer sa jeunesse par des expériences qui avaient été celles de la mienne ; et peut-être, plus inavouée, l’intention de le ravaler peu à peu au rang des délices banales qui n’engagent à rien. (257)

Πηγαίνουν στην Τρωάδα: Je trouvai quelques moments pour me recueillir sur la tombe d’Hector ; Antinoüs alla rêver sur celle de Patrocle. Je ne sus pas reconnaître dans le jeune faon qui m’accompagnait l’émule du camarade d’Achille : je tournai en dérision ces fidélités passionnées qui fleurissent surtout dans les livres ; le bel être insulté rougit jusqu’au sang. La franchise était de plus en plus la seule vertu à laquelle je m’astreignais : je m’apercevais que les disciplines héroïques dont la Grèce a entouré l’attachement d’un homme mûr pour un compagnon plus jeune ne sont souvent pour nous que des simagrées hypocrites. Plus sensible que je ne croyais l’être aux préjugés de Rome, je me rappelais que ceux-ci font sa part au plaisir mais voient dans l’amour une manie honteuse ; j’étais repris par ma rage de ne dépendre exclusivement d’aucun être. (…) Il m’est arrivé de le frapper : je me souviendrai toujours de ces yeux épouvantés. (258)

Μεταφράστρια του Καβάφη (όχι καλή) η Yourcenar, ίσως εμπνεύστηκε απ’ τον Καβάφη εδώ: comme Marc-Antoine avant sa dernière bataille, j’ai entendu s’éloigner dans la nuit la musique de la relève des dieux protecteurs qui s’en vont… Je l’entendais sans y prendre garde. (261) Κατά τα άλλα όμως η Γιουρσενάρεια άποψη για την Αλεξάνδρεια είναι πολύ πιο αρνητική από την αντίστοιχη Καβαφική (βλ. παρακάτω).
Mais l’avenir ne pouvait désormais rien m’apporter, rien du moins qui pût passer pour un don. Mes vendanges étaient faites ; le moût de la vie emplissait la cuve. (261)

Σκοτώνουν (ο Αντίνοος σκοτώνει) ένα λιοντάρι: Il s’effondra pour la seconde fois; le mufle roula dans la vase ; un filet de sang noir coula sur l’eau. Le grand chat couleur de désert, de miel et de soleil, expira avec une majesté plus qu’humaine. (272)

Καθώς αυτός μεν είχε σκοτώσει το λιοντάρι, αλλά ο Αδριανός τον είχε σώσει απαυτό την ώρα της επίθεσης, La gratitude et l’orgueil alternaient dans sa joie comme les strophes d’une ode. (272)

Η μέρα του θανάτου του ερωμένου: Le courrier de Rome venait d’arriver ; la journée se passa à le lire et à y répondre. Comme d’ordinaire Antinoüs allait et venait silencieusement dans la pièce : je ne sais pas à quel moment ce beau lévrier est sorti de ma vie. (…) Τον βρίσκουν πνιγμένο (εκουσίως) στο Νείλο. Hermogène appelé à la hâte ne put que constater la mort. Ce corps si docile refusait de se laisser réchauffer, de revivre. (…) Le Zeus Olympien, le Maître de Tout, le Sauveur du Monde s’effondrèrent, et il n’y eut plus qu’un homme à cheveux gris sanglotant sur le pont d’une barque. (286-288)

J’avais moi-même participé à cet infâme abus de mots ; j’avais parlé de mourir de sommeil, de mourir d’ennui. J’avais employé le mot agonie, le mot deuil, le mot perte. Antinoüs était mort. (293) The end of nights we tried to die, που λέει και ο Jim Morrison.

Δεν μπορεί να τον ξεχάσει: J’ai résisté ; j’ai lutté contre la douleur comme contre une gangrène. Je me suis rappelé des entêtements, des mensonges ; je me suis dit qu’il eût changé, engraissé, vieilli. Peines perdues : comme un ouvrier consciencieux s’épuise à copier un chef-d’œuvre, je m’acharnais à exiger de ma mémoire une exactitude insensée : je recréais cette poitrine haute et bombée comme un bouclier. (…) La fondation d’Antinoé n’était qu’un jeu dérisoire : une ville de plus, un abri offert aux fraudes des marchands, aux exactions des fonctionnaires, aux prostitutions, aux désordres, aux lâches qui pleurent leurs morts avant de les oublier. L’apothéose était vaine : ces honneurs si publics ne serviraient qu’à faire de l’enfant un prétexte à bassesses ou à ironies (299-300)

Οι σελίδες του πένθους είναι από τις πιο ωραίες του βιβλίου.
On parlait de gloire, beau mot qui gonfle le cœur, mais on s’efforçait d’établir entre celle-ci et l’immortalité une confusion menteuse, comme si la trace d’un être était la même chose que sa présence. (303)

La mémoire de la plupart des hommes est un cimetière abandonné, où gisent sans honneurs des morts qu’ils ont cessé de chérir. Toute douleur prolongée insulte à leur oubli. (304) Θυμάμαι τον John Lennon, που έλεγε: “What’s wrong with being in love?

Ο Αντίνοος βαλσαμώνεται: Je m’approchai timidement du mort. Il semblait costumé : la dure coiffe égyptienne recouvrait les cheveux. Les jambes serrées de bandelettes n’étaient plus qu’un long paquet blanc, mais le profil du jeune faucon n’avait pas changé ; les cils faisaient sur les joues fardées une ombre que je reconnaissais. Avant de terminer l’emmaillotement des mains, on tint à me faire admirer les ongles d’or. (305)
Un attelage de bœufs traîna le sarcophage sur cette pente. A l’aide de cordes, on le fit glisser le long de ces corridors de mine ; on l’appuya contre une paroi de roc. L’enfant de Claudiopolis descendait dans la tombe comme un Pharaon, comme un Ptolémée. Nous le laissâmes seul. Il entrait dans cette durée sans air, sans lumière, sans saisons et sans fin, auprès de laquelle toute vie semble brève ; il avait atteint cette stabilité, peut-être ce calme. (...) Hermogène me prit par le bras pour m’aider à remonter à l’air libre ; ce fut presque une joie de se retrouver à la surface, de revoir le froid ciel bleu entre deux pans de roches fauves. (306-307)

J’avais fait de lui [d’Antinoüs] l’image même de ce pays passionné de beauté ; c’en serait peut-être le dernier dieu. (324)

Η απόφασή του να γεμίσει την αυτοκρατορία με αγάλματα του Αντίνοου τον παγιδεύει: je n’échapperais plus à ce silence, à cette froideur plus proche de moi désormais que la chaleur et la voix des vivants. (332)

Τελειώνοντας τα της διαδοχής του, je pouvais désormais retourner à Tibur, (…) m’enfoncer dans ce qui me restait de délices, reprendre en paix mon dialogue interrompu avec un fantôme. (391)

Παρά την προσήλωσή του στη μνήμη του, επανεισάγει τις απολαύσεις γύρω από τον αιγυπτιάζοντα ναό του Αντίνοου, στο Τίβολι:
Et on ne s’enferme pas pendant des années dans une pensée unique sans y faire rentrer peu à peu toutes les routines d’une vie. (413)

Η (ανύπαρκτη) σχέση με τη γυναίκα του:
Il m’arrivait de penser à ce mariage fictif qui, le soir des fêtes d’Éleusis, a lieu entre la grande prêtresse et l’Hiérophante, mariage qui n’est pas une union, ni même un contact, mais qui est un rite, et sacré comme tel. (247)

L’impératrice (…) devenait fragile sans cesser d’être dure. (275)

Φιλόσοφος, πάνω απ’ όλα, και ψυχολογικός παρατηρητής:
La plupart des hommes (…) ne sont que trop soumis; leurs longues périodes d’hébétude sont coupées de quelques révoltes aussi brutales qu’inutiles. (168)

Chaque homme a éternellement à choisir, au cours de sa vie brève, entre l’espoir infatigable et la sage absence d’espérance, entre les délices du chaos et celles de la stabilité, entre le Titan et l’Olympien. A choisir entre eux, ou à réussir à les accorder un jour l’un à l’autre. (200-201)

Les expérimentations hasardeuses de la jeunesse avaient pris fin, et sa hâte de jouir du temps qui passe. (212)

Saisons alcyoniennes, solstice de mes jours… Loin d’embellir mon bonheur à distance, je dois lutter pour n’en pas affadir l’image ; son souvenir même est maintenant trop fort pour moi. (237-238)

Γερνάει, αρρωσταίνει:
J’allais mieux, mais j’employais à ruser avec mon corps, à lui imposer mes volontés ou à céder prudemment aux siennes, autant d’art que j’en avais mis autrefois à élargir et à régler mon univers, à construire ma personne, et à embellir ma vie. (361)

Je savais bien que cette petite vallée plantée d’oliviers [όπου η έπαυλή του, στο Τίβολι] n’était pas Tempé, mais j’arrivais à l’âge où chaque beau lieu en rappelle un autre, plus beau, où chaque délice s’aggrave du souvenir de délices passées. J’acceptais de me livrer à cette nostalgie qui est la mélancolie du désir. (365)

La possibilité de jeter le masque en toutes choses est l’un des rares avantages que je trouve à vieillir. (370)

Je le regardais vivre : mon opinion sur lui se modifiait sans cesse, ce qui n’arrive guère que pour les êtres qui nous touchent de près ; nous nous contentons de juger les autres plus en gros, et une fois pour toutes. (373)

Les médicaments n’agissent plus ; l’enflure des jambes augmente ; je sommeille assis plutôt que couché. L’un des avantages de la mort sera d’être de nouveau étendu sur un lit. (420-421)

Γνωρίζει την ηδονή της νυχτερινής ουρανοσκοπίας, και κάτω από τι ουρανούς! της Συρίας:
Une fois dans ma vie j’ai fait plus: j’ai offert aux constellations le sacrifice d’une nuit tout entière. Ce fut après ma visite à Osroès, durant la traversée du désert syrien. Couché sur le dos, les yeux bien ouverts, abandonnant pour quelques heures tout souci humain, je me suis livré du soir à l’aube à ce monde de flammes et de cristal. Ce fut le plus beau de mes voyages. Le grand astre de la constellation de la Lyre, étoile polaire des hommes qui vivront quand depuis quelques dizaines de milliers d’années nous ne serons plus, resplendissait sur ma tête. Les Gémeaux luisaient faiblement dans les dernières lueurs du couchant; le Serpent précédait le Sagittaire; l’Aigle montait vers le zénith, toutes ailes ouvertes, et à ses pieds cette constellation non designée encore par les astronomes, et à laquelle j’ai donné depuis le plus cher des noms. [Ο αστερισμός του Αντίνοου έχει ωστόσο πια καταργηθεί και ενσωματωθεί στον αστερισμό του Αετού] La nuit, jamais tout à fait aussi complète que le croient ceux qui vivent et qui dorment dans les chambres, se fit plus obscure, puis plus claire. Les feux, qu’on avait laissé brûler pour effrayer les chacals, s’éteignirent; ce tas de charbons ardents me rappela mon grand-père debout dans sa vigne, et ses prophéties devenues désormais présent, et bientôt passé. J’ai essayé de m’unir au divin sous bien des formes; j’ai connu plus d’une extase; il en est d’atroces; et d’autres d’une bouleversante douceur. Celle de la nuit syrienne fut étrangement lucide. Elle inscrivit en moi les mouvements célestes avec une précision à laquelle aucune observation partielle ne m’aurait jamais permis d’atteindre. Je sais exactement, à l’heure où je t’écris, quelles étoiles passent ici, à Tibur, au-dessus de ce plafond orné de stucs et de peintures précieuses, et ailleurs, là-bas, sur une tombe. [Εννοεί στον τάφο του Αντίνοου, στην Αίγυπτο] Quelques années plus tard, la mort allait devenir l’objet de ma contemplation constante, la pensée à laquelle je donnais toutes celles des forces de mon esprit que n’absorbait pas l’État. Et qui dit mort dit aussi le monde mystérieux auquel il se peut qu’on accède par elle. Après tant de réflexions et d’expériences parfois condamnables, j’ignore encore ce qui se passe derrière cette tenture noire. Mais la nuit syrienne représente ma part consciente d’immortalité. (218-220)

Αισθητική ανάλυση του Πανθέου της Ρώμης:
Utilisant les arts de la Grèce comme une simple ornementation, un luxe ajouté, j’étais remonté pour la structure même de l’édifice aux temps primitifs et fabuleux de Rome, aux temples ronds de l’Étrurie antique. J’avais voulu que ce sanctuaire de Tous les Dieux reproduisît la forme du globe terrestre et de la sphère stellaire, du globe où se renferment les semences du feu éternel, de la sphère creuse qui contient tout. (244)

Ένας ανυπόταχτος βασιλίσκος της Κασπίας αρνείται να πάει στη Ρώμη να δώσει εξηγήσεις για τα καμώματά του και στέλνει ανταυτού τριακόσιους χρυσούς χιτώνες, que je fis porter dans l’arène à des criminels livrés aux bêtes. Cet acte peu pondéré me satisfit comme le geste d’un homme qui se gratte jusqu’au sang. (335)

Τα της διαδοχής:
Par bonheur, pour autant que notre État ait su se former une règle de succession impériale, l’adoption est cette règle : je reconnais là la sagesse de Rome. (367)

Arrien avait fait preuve de toutes les qualités qu’on demande à un homme d’État, mais il était Grec ; et le temps n’est pas venu d’imposer un empereur grec aux préjugés de Rome. (368-369) Πρόκειται για τον γνωστό ιστορικό της Αλεξάνδρου Αναβάσεως.

Ωραίες περιγραφές:
Une haleine humide s’exhalait de la mer ; les étoiles montaient une à une à leur place assignée ; le navire penché par le vent filait vers l’Occident où s’éraillait encore une dernière bande rouge ; un sillage phosphorescent s’étirait derrière nous, bientôt recouvert par les masses noires des vagues. (363)

La vague fait sur le rivage son murmure de soie froissée et de caresse ; je jouis encore des longs soirs roses. (422)

Περιγράφει την πορεία της αρρώστιας του προς το θάνατο:
Mais la faiblesse, la souffrance, mille misères corporelles découragent bientôt le malade d’essayer de remonter la pente : on ne veut pas de ces répits qui sont autant de pièges, de ces forces chancelantes, de ces ardeurs brisées, de cette perpétuelle attente de la prochaine crise. (400)

Mais la sollicitude de mes amis équivaut à une constante surveillance : tout malade est un prisonnier. (…) Il me fallait mettre à préparer mon suicide les mêmes précautions qu’un assassin à monter son coup. (401-402)

Ζητά απ’ το γιατρό του, τον διατάζει μάλλον, να τον βοηθήσει ν’ αυτοκτονήσει. Εκείνος αυτοκτονεί ο ίδιος για να μην απειθήσει ούτε στον αυτοκράτορα αλλά ούτε και στον Ιπποκράτειο όρκο. Τελικά συμβιβάζεται ν’ αφήσει τα πράματα να πάρουν το δρόμο τους:
Toute ma vie, j’ai fait confiance à la sagesse de mon corps ; j’ai tâché de goûter avec discernement les sensations que me procurait cet ami : je me dois d’apprécier aussi les dernières. Je ne refuse plus cette agonie faite pour moi, cette fin lentement élaborée au fond de mes artères, héritée peut-être d’un ancêtre, née de mon tempérament, préparée peu à peu par chacun de mes actes au cours de ma vie. L’heure de l’impatience est passée ; au point où j’en suis, le désespoir serait d’aussi mauvais goût que l’espérance. J’ai renoncé à brusquer ma mort. (405)

Petite âme, âme tendre et flottante, compagne de mon corps, qui fut ton hôte, tu vas descendre dans ces lieux pâles, durs et nus, où tu devras renoncer aux jeux d’autrefois. Un instant encore, regardons ensemble les rives familières, les objets que sans doute nous ne reverrons plus… Tâchons d’entrer dans la mort les yeux ouverts… (423, καταληκτική παράγραφος του βιβλίου και απόδοση στα γαλλικά του ποιήματος του Αδριανού Animula vagula blandula…)

Το βιβλίο έχει και επίμετρο για τις πηγές και τα βοηθήματα, απ’ όπου ξεχώρισα κάποια σχετικά με την Ελλάδα:

Paul Graindor, Athènes sous Hadrien, 1934
Jocelyn Toynbee, The Hadrianic School, A Chapter in the History of Greek Art, 1934
Pirro Marconi, Un Saggio dell’età adrianea: Antinoo, στο Monumenti Antichi dell’Accademia dei Lincei, τόμ. XXIX, 1923
J.A. Symonds, A Problem in Greek Ethics (1883 και 1901), που αναφέρεται, λέει στην inversion antique (?)
P. Festugière, La Valeur Religieuse des Papyrus Magiques, 1932, σε σχέση με τον πνιγμό και την κατοπινή αποθέωση του Αντίνοου.

Η έκδοση που διάβασα εγώ έχει αυτό το Σημείωμα σε πολύ συντετμημένη μορφή, εδώ όμως υπάρχει (προς το παρόν) όλο το βιβλίο και το πλήρες Σημείωμα σε ψηφιακή μορφή.

Πέμπτη, Αυγούστου 12, 2010

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΠΑΝΙΤΣΑΣ – Ένας προεστός του Μυστρά στην Επανάσταση. Γύρω από τον Αναγνώστη Κοπανίτζα

(Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης – Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο, 1998 -- 251 σελ.)

Διηγείται τα του παππού τού παππού του, Φιλικού Αναγνώστη Κοπανίτζα (1755-1839), που ανήκε σε μιαν από τις κύριες οικογένειες προεστών του Μυστρά (μαζί με τους Κρεββατάδες και τους Μελετόπουλους). Λέει δε για τον παππού του, Ηλία Στέφανου Κοπανίτζα: «Είμαι από τους λίγους που ζουν και μπορούν να πουν ότι ο παππούς τους γεννήθηκε πριν από την Επανάσταση του ‘21».

Το βιβλίο ξεκινά μ’ ένα εισαγωγικό κεφάλαιο με τίτλο «Ουαί τοις ηττημένοις», όπου αφηγείται το τέλος των Παλαιολόγων δεσποτών του Μοριά:

Ο Μωάμεθ εξανάγκασε τον ανθενωτικό Δεσπότη του Μυστρά Δημήτριο Παλαιολόγο να του δώσει την κόρη του γυναίκα. Το 1460 ο Σουλτάνος ζήτησε από το Δημήτριο να του παραδώσει τον τόπο, και σε αντάλλαγμα θα του χάριζε άλλον τόπο προς σιτηρέσιον υμών και ζωάρκειαν. Εκείνος συμμορφώθηκε και στη συνέχεια έζησε «άνετα στην Αδριανούπολη παίρνοντας μέρος των προσόδων από την Ίμβρο, τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη και τη Θάσο. Έπειτα έπεσε σε δυσμένεια και πέθανε το 1467 στο Διδυμότειχο.»

Ο Θωμάς, πάλι, ενωτικός, «διέφυγε με την οικογένειά του διαμέσου της Μεθώνης και κατέφυγε στη Ρώμη». Πέθανε το 1465, αφήνοντας ορφανά τα παιδιά του, Ανδρέα και Μανουήλ, ηλικίας περίπου δέκα και δώδεκα ετών. Χρήματα δεν υπήρχαν και ο νέος πάπας δεν ήταν γενναιόδωρος. Έτσι, ο προστάτης τους Βησσαρίων έγραψε στον παιδαγωγό τους στην Αγκώνα να κάνουν σκληρές οικονομίες ώστε να τους φτάνουν τα τριάντα δουκάτα το μήνα που τους διατίθονταν. Ότι είναι χρεία να ζώσι λατινικώς, ώσπερ εβούλετο και ο μακαρισμένος πατήρ των, [...] να γίνουν καλά και πεπαιδευμένα, αν θέλετε να έχουν τιμήν εδώ, να ζουν φράγγικα παντελώς, ήγουν να ακολουθούσι την εκκλησίαν κατά πάντα ως Λατίνοι, να ενδύνωνται λατινικώς, να μάθουν να γονατίζουν τους υπερέχοντας και πάπαν και καρδιναλίους και τους άλλους αυθέντας, να αποσκεπάζωνται το κεφάλι τους [...] και μηδέν ενθυμούνται ότι είναι βασιλέως απόγονοι, αμή ας ενθυμούνται ότι είναι διωγμένοι από τον τόπον των, ορφανοί, ξένοι, ολόπτωχοι, ότι είναι χρεία να ζουν από ξένα χέρια [...] ότι είναι χρεία να ζουν από ξένα χέρια [...] να μη ενθυμούνται ότι είναι ευγενικοί [...] να μη γελώσι ποσώς [...]. Ο μικρότερος, ο Μανουήλ, «γρήγορα εγκατέλειψε την Ιταλία και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, στον Σουλτάνο. Απέκτησε δύο παιδιά. Το ένα πέθανε νέο. Το άλλο έγινε μουσουλμάνος, τελειώνοντας τις ημέρες του ως Μεχμέτ Πασάς.

Η μάταιη αμφιταλάντευση ανάμεσα στην ελπίδα ξένης βοήθειας και το συμβιβασμό χρωμάτισε την ελληνική ιστορία και κατά τους αιώνες που ακολούθησαν. Τη λύση την έδωσε τελικά η Επανάσταση.»

[Γεωγραφικά:

Οικισμοί Βορδώνιας (=σταθμός μουλαριών· πβ. και βορδοναριό, δηλ. στάβλος, στα μοναστήρια): Σουλίνα, Όραχος, Πάνω Χώρα, Παρδάλι. Μαζί με τη Σελλασία είχε επί Καποδίστρια περισσότερους κατοίκους από το Μυστρά-Παρόρι (450+238 έναντι 604+463). Από τη Βορδώνια ήταν ο Παναγιώτης Ζωγράφος, ο εικονογράφος δηλ. του Μακρυγιάννη. Ωστόσο, πάντα ο Μυστράς υπήρξε η πρωτεύουσα του καζά.

Στην κοίτη του ξεροπόταμου Οινούντος έγινε η μάχη της Σελλασίας, του 222 π.Χ.

Μυστράς: συνοικία Τριτζέλα, κοντά στην εκκλησία του Αϊ-Γιώργη (για ένα διάστημα τζαμί).

Η βυζαντινή Σπάρτη ενδέχεται να υδρευόταν από την πηγή Βιβάρι, της περιοχής άλλοτε Βορδώνιας, νοτίως της σημερινής Τελιάδας ή Ντελή-Αγά, τα δε έργα ίσως έγιναν επί Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε.

Ο Μυστράς εκκαθαρίστηκε απ’ όλη τη μεταβυζαντινή του ιστορία, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι ό,τι και η Ακρόπολη της Αθήνας: ένας ‘ιστορικά αποκαθαρμένος’ τόπος. Το μόνο μνημείο της Τουρκοκρατίας είναι ο Άγιος Νικόλαος, του 17ου αιώνα. Έχω γράψει αλλού για τη μετονομασία της Τουρκοκρατίας σε Μεταβυζαντινή περίοδο, όχι μόνο για τη θρησκευτική τέχνη αλλά και γενικότερα.]

«Ο Μυστράς παράγει μόνο μετάξι και το καλό κρασί βρίσκεται στη Βορδώνια, τρία μίλια από εδώ» (περιηγητής Saverio Scrofani, 1795). «Αυτό το μέρος και η Καλαμάτα παράγουν περισσότερο μετάξι απ’ όλα τ’ άλλα μαζί τα μέρη του Μοριά» (περιηγητής Bernard Randolph, 17ος αιώνας).

Το όνομα Κοπανίτζας ή Κοπανίτσας συσχετίζεται με τοπωνύμια: Κτήμα Κοπανίτσα, Πάνου ή Άνω Κοπάνιτσα (νυν Κρυονέρι επαρχίας Ολυμπίας νομού Ηλείας), Κάτω Κοπάνιτσα (νυν Καρυές επαρχίας Τριφυλίας νομού Μεσσηνίας). Το όνομα μνημονεύεται το 1689 και το 1700 (Βενετοκρατία), ως Copanizza, στην περιοχή Φαναρίου.

Η πρώτη Τουρκοκρατία στο Μοριά αναφέρεται ως περίοδος μεγάλης δημογραφικής πτώσης (από 250.000 σε 100.000). Η Β’ Βενετοκρατία (1685-1715), ως περίοδος ανακατοίκησης (από άλλες περιοχές), έτσι ώστε το 1701 ο πληθυσμός ν’ ανέβει στις 200.000, αλλά παράλληλα η διοίκηση περιγράφεται ως καταπιεστική και οικονομικά επαχθής (λόγω και των οχυρωματικών έργων). Ο Κανέλλος Δεληγιάννης λέει πως «οι προκριτώτεροι» ευνόησαν την ανακατάληψη του Μοριά από τους Τούρκους, το 1715. Η Β’ Τουρκοκρατία περιγράφεται ως «Καλός Καιρός», χάρη στο διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν, που έδωσε στο Μοριά μεγάλη αυτονομία και άνθησε το εμπόριο. Από το 1764 όμως και μετά τα πράγματα άλλαξαν, γιατί υπήρξαν επαναστατικά σχέδια και αντίστοιχα αντίποινα από τους Τούρκους. Σε αυτά περιλαμβάνεται και η εκτέλεση του Μητροπολίτη Λακεδαίμονος Ανανία, «προς της Αγίας Τραπέζης εν Μυστρά», όπου «προσευχόμενος εκρεουργήθη ανηλεώς», ενώ σήμερα το σημείο που επισημαίνεται στον επισκέπτη του Μυστρά είναι στην εξωτερική παρειά του περιβόλου της Μητρόπολης.

«Για το τέλος του 18ου αιώνα ο πληθυσμός του Μυστρά υπολογιζόταν από 15 έως 18 χιλιάδες, όσος περίπου της Τριπολιτσάς (15 έως 20 χιλιάδες).» [Πώς τότε λέγεται πως στη σφαγή της πόλης, το 1821, υπήρξαν 30.000 θύματα;]

«Ο πληθυσμός της Πελοποννήσου στα χρόνια της Επανάστασης ήταν –σύμφωνα με τον πίνακα που ετοίμασαν οι πρόκριτοι, επί Καποδίστρια, ύστερα από αίτημα των Συμμαχικών Δυνάμεων— 471.000 χριστιανοί και 42.750 Τούρκοι για όλες τις επαρχίες και πρώτη την επαρχία Μυστρά και Πραστού με 60.000 χριστιανούς και 6.000 Τούρκους. Ακολουθούν τα Καλάβρυτα (40.000 χρ. και 450 Τούρ.), η Καρύταινα (40.000 χρ. και 200), η Γαστούνη με Πύργο και Λάλα (40.000 και 5.000), η Κόρινθος και τα Δερβενοχώρια (38.000 και 2.000), η Μάνη (30.000 χρ.), η Πάτρα και το Ρίο (30.000 και 3.500) κι έπειτα οι άλλες μικρότερες επαρχίες.» Δηλ., χοντρικά λιγότερο από δέκα προς έναν. Είχε βέβαια μεσολαβήσει ο Αγώνας, με τις σφαγές και τη μαζική αποχώρηση Τούρκων, αλλά και οι «δεκάδες χιλιάδες» χριστιανοί θύματα της καταστολής της Επανάστασης του 1770. «Τα Ορλοφικά αποτέλεσαν ορόσημο για την παρακμή της Πελοποννήσου και την ακμή των νησιών» (με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, του 1774).

Με την παραπάνω απογραφή θέλω να συσχετίσω το εξής πολύ ενδιαφέρον:

Το 1806 οι Έλληνες προύχοντες «κατόρθωσαν να πείσουν, μέσω του γέρου Ιωάννου Δεληγιάννη (πατέρα του Κανέλλου), τους Τούρκους της Πελοποννήσου να δεχτούν και να υπογράψουν με τους Έλληνες συμφωνητικό ότι Έλληνες και Τούρκοι θα καλούσαν τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, θα τον βοηθούσαν να υποτάξει την Πελοπόννησο και θα αποτίναζαν τον οθωμανικό ζυγό. Η διοίκηση της Πελοποννήσου θα ακολουθούσε το πρότυπο των κρατών που υπέταξε ο μέγας αυτός αρχηγός που τους παρεχώρησεν όλας τας ελευθερίας και κυβερνώνται μόνα τους, χωρίς να ανακατευθή εις τα θρησκευτικά κανενός ή εις τας ιδιοκτησίας των οποιασδήποτε θρσκείας και αν είναι [...]. Θα σχηματίσωμεν, είπε ο γέρο-Δεληγιάννης, μίαν εταιρίαν, να θέσωμεν τους όρους με τους οποίους θα ζήσωμεν ως αδελφοί μιας οικογενίεας [...]. Να είναι ισότης εις τους Τούρκους και τους Χριστιανούς να έχουν την διοίκησιν του τόπου αμοιβαίως εις όλους τους κλάδους της υπηρεσίας, δύο οι Χριστιανοί και έν οι Τούρκοι.

Το συμφωνητικό υπέγραψαν το 1807 εξέχοντες Τούρκοι της Πελοποννήσου, οι Μουσταφάμπεης, Απτάγμας δευτέρ Κεχαγιάς, Νακήπ εφένδης, Μαχμούτ εφένδης, και Έλληνες εκ των προκριτωτέρων και πρώτων, όπως ο Κοπανίτζας, οι Δεληγιανναίοι, ο Λόντος, ο Ζαΐμης, ο Χαραλάμπης και άλλοι. Κατόπιν κατηχήθηκαν και άλλοι. Μεταξύ αυτών ο περιβόητος Αλή Φαρμάκης Λαλιώτης, άνθρωπος με έξοχον νουν, με πολλήν φρόνησιν, σταθερός και πιστός εις την φιλίαν του, ακεραίου χαρακτήρος, ανδρείος και τολμητίας και πλούσιος. Το 1808 ο Βελή πασάς υποπτεύθηκε ότι κάτι συμβαίνει και κάλεσε τον Αλή Φαρμάκη με έναν άλλον εξέχοντα Τούρκο να πάνε στην Τριπολιτσά. Ο Αλή Φαρμάκης, κατά συμβουλή των Ελλήνων προυχόντων, δεν πήγε.»

Το σχέδιο αυτό της ελεύθερης Πελοποννησιακής Πολιτείας, στο οποίο είχε προσχωρήσει και ο Κολοκοτρώνης, τελικά ναυάγησε με την αποχώρηση των Γάλλων από τα Εφτάνησα το 1809 και τον ερχομό των Άγγλων (ο Αλή Φαρμάκης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και άλλοι που είχαν πάει γι’ αυτό το σκοπό στη Ζάκυνθο συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο φρούριό της).

Από τη μια εντυπωσιάζει το σχέδιο, παρά τις πολλές μαρτυρίες για τις άγριες διαθέσεις του πλήθους εναντίον άοπλων Τούρκων αιχμαλώτων το 1769, και από την άλλη ενδιαφέρον έχει η πρόταση να έχουν την διοίκησιν του τόπου αμοιβαίως εις όλους τους κλάδους της υπηρεσίας, δύο οι Χριστιανοί και έν οι Τούρκοι, παρά τη σχέση 10 προς 1 που καταγράφει η παραπάνω απογραφή των χρόνων του Καποδίστρια. Μου θυμίζει λίγο την Κύπρο...

«Ο Ι. Παπαρρηγόπουλος [Φιλικός, αντιπρόξενος και διερμηνέας του ρωσικού προξενείου Πατρών] συνάντησε τον Καποδίστρια στην Πετρούπολη. Όταν διάβασε, γράφει, το γράμμα των προκρίτων και των αρχιερέων, ο Καποδίστριας ενεπλήσθη υπό αλόγου θυμού και [...] μαινόμενος τού λέει: πρέπει να τους ειπής αυτών των απονενοημένων να εβγάλουν πάσαν ιδέαν επαναστάσεως από τον εγκέφαλόν τους και να μην έχουν ουδεμίαν ελπίδα υπερασπίσεως από την Ρωσίαν, μήτε υλικήν μήτε ηθικήν, αλλά μάλλον καταδρομήν [...] το ελληνικόν έθνος πρέπει πρώτον να φωτισθή δια συστάσεως σχολείων και μετά δέκα πέντε και είκοσι χρόνους εάν ευρεθή αρμοδία περίστασις και συμπέση κήρυξις πολέμου της Ρωσίας κατά της Τουρκίας, τότε θέλει φροντίσωμεν.

Ορισμένοι ομογενείς, όταν ο Παπαρρηγόπουλος τους εμπιστεύθηκε τι του είπε ο Καποδίστριας, τον συμβούλευσαν να μην δώσει σ’ αυτά καμιά προσοχή, αλλά να ετοιμαστούν και να προχωρήσουν με περίσκεψη στην Επανάσταση, να βοηθήσουν και να εμψυχώσουν με κάθε τρόπο την εξέγερση του Αλή-Πασά, και πρόσθεσαν ότι, αφού η Επανάσταση βαστάξει και προχωρήσει κάπως, οι Μεγάλες Δυνάμεις, θέλοντας και μη, θα λάβουν μέρος, λόγω της αντιζηλίας τους.»

Στην Οδησσό, ο Παπαρρηγόπουλος συνάντησε τον Υψηλάντη.

«Ο ένας ακούει έκπληκτος τον άλλο. Όσα έγραψαν ο Περραιβός και ο Αναγνωσταράς στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ότι υπάρχουν όπλα, στρατεύματα, χρήματα κλπ., είναι ανύπαρκτα. Ο Υψηλάντης έμεινεν εκστατικός. Με τη σειρά του πληροφόρησε τον συνομιλητή του ότι δεν υπήρχον [...] και όσα πάλιν διεφημίζοντο ότι υπήρχον εις την Ρωσσίαν, τον παρακάλεσε όμως να μη είπη εις τους Πελοποννησίους και λοιπούς ότι τα δια την Ρωσσίαν διαφημιζόμενα είναι ανύπαρκτα.»

Φτασμένος στο Μοριά, ο Παπαρρηγόπουλος «εξέφρασε την πεποίθηση ότι με τον καιρό ο χριστιανικός κόσμος θα συγκινηθεί και θα λάβει μέρος στη δίκαιη αυτή Επανάσταση.»

Η πεποίθηση αυτή άλλοτε επιβεβαιώνεται, άλλοτε όχι. Στον Αγώνα, επιβεβαιώθηκε. Στο Κόσοβο, επίσης. Στον ελληνικό Εμφύλιο, αντιθέτως, η πεποίθηση του ΚΚΕ για παρέμβαση της ΕΣΣΔ δεν επιβεβαιώθηκε. Αρμοδίαν περίστασιν, δε, θεώρησαν οι φιλεπαναστάτες, και μάλιστα μοναδική και τέτοια που δεν θα ξαναπαρουσιαζόταν ποτέ, την ανταρσία του Αλή Πασά, την οποίαν είχαν υποθάλψει και οι ίδιοι. Μάλιστα το Γενάρη του 1821 έφυγε από το Μοριά ο Μόρα Βαλεσής, Σαλήχ Κιοσέ Μεχμέτ πασάς, για να βοηθήσει τον Χουρσίτ στην πολιορκία του Αλή στα Γιάννενα, και άφησαν και οι δύο τα χαρέμια τους στην Τριπολιτσά.

«Ο [Κανέλλος] Δεληγιάννης αρνείται ότι ημείς [οι προύχοντες] επιστεύαμεν ότι η λεγομένη Εταιρία των Φιλικών ήταν αύτη η υποτιθετομένη υπερτάτη Αρχή και ότι απ’ αυτήν οδηγούμεθα και εις αυτάς τας διαταγάς επειθόμεθα και ότι αυτή δια των αποστόλων της ενήργησε το παν, και εξηπλώθη ο προσηλυτισμός εις όλους τους ορθοδόξους και ότι αυτή εκατόρθωσε και εκινήθη η Επανάστασις από τον λαόν, και ότι οι προύχοντες μη δυνάμενοι να την εμποδίσουν έλαβον ακούσιον μέρος εις αυτήν [...]. Είναι αληθινόν ότι οι προύχοντες και οι αριερείς της Πελοποννήσου παρεδέχθημεν και ησπάσθημεν και εγενήκαμεν μέλη της Εταιρίας αυτής, δια τον λόγον να πείθωμεν τους απλουστέρους της δευτέρας τάξεως ανθρώπους ή της τρίτης ότι υπάρχει μία υπερτάτη μυστηριώδης Αρχή και άγνωστος, εις την οποίαν να πειθώμεθα όλοι δια να τους πείσωμεν ότι αυτή σύγκειται από Έλληνας επισήμους άνδρας, και δεν είναι η Ρωσία, η οποία μας ηπάτησε πολλάκις και μας κατέστρεψε, καθότι τότε, αν εγνώριζαν ότι ήτο δάκτυλος ρωσικός, ουδείς ελάμβανε μέρος.»

Εντελώς αντίθετη, δηλαδή, άποψη. Η υποστήριξη της Ρωσίας παρουσιάζεται εδώ όχι επιχείρημα υπέρ της Επανάστασης αλλά ως αποτρεπτικός παράγοντας για την κήρυξή της. «Λέει όμως εδώ και άλλα ο Δεληγιάννης, μερικά απ’ αυτά άδικα και υβριστικά και αντίθετα προς τις σημερινές μας αξίες και αντιλήψεις.», ότι δηλ. οι Φιλικοί ήταν άνθρωποι ασήμαντοι, που δεν τους γνώριζε κανείς και δεν είχαν καμιάν υπόληψη. Και ο Καποδίστριας επίσης, πολλά έσουρνε των Φιλικών για το «απονενοημένο της μελετωμένης επιχειρήσεως». «Εντούτοις οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρίας, οι άνθρωποι που ο Καποδίστριας αποδοκίμασε και ο Δεληγιάννης έβλεπε αφ’ υψηλού, κατόρθωσαν ό,τι κανείς άλλος δεν θα τολμούσε, χρησιμοποιώντας με επιτυχία την πειθώ και τις μεσολαβητικές ικανότητες του εμπόρου. Αρχίζοντας σχεδόν από το μηδέν, πρόβαλαν στην Ελλάδα την ύπαρξη φανταστικής Αρχής και βοήθειας έτοιμης δήθεν στη Ρωσία, και από την άλλη μεριά διέδωσαν στους έξω ότι υπήρχε μια ογκώδης απελευθερωτική κίνηση στην Ελλάδα, που ζητούσε μόνο τον κατάλληλο αρχηγό. (Τηρουμένων των αναλογιών ήταν μια μέθοδος παρόμοια προς εκείνη που ενάμιση περίπου αιώνα αργότερα χρησιμοποίησαν με επιτυχία μερικοί εφοπλιστές. Διαθέτοντας το ελάχιστο δυνατό κεφάλαιο και περισσότερο το όνομά τους έκλειναν μακροχρόνιες χρονοναυλώσεις για πλοία που δεν είχαν κι έπειτα με βάση τις συμβάσεις αυτές χρηματοδοτούσαν από αμερικανικές ιδίως τράπεζες την αγορά ή τη ναυπήγηση των πλοίων που είχαν υποσχεθεί.)»

Οι Φιλικοί αποκαλούσαν καμήλες τα πλοία των Υδραίων και ελέφαντες του απαθούς το στόλο του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη.

Σύμφωνα πάλι με το Δημήτρη Λιθοξόο, η Φιλική Εταιρεία ήταν δημιούργημα του Καποδίστρια και όργανο του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών.

«Γράφει ο Ν. Σπηλιάδης: Αφ’ ού επληροφορήθησαν ότι ο Αρχιμανδρίτης ήταν ο κατά την Λακεδαίμονα κοινώς λεγόμενος και γνωριζόμενος Παπαφλέσας, ο Αναγ. Κοπανίτσας, προεστώς του Μιστρά, όστις τον εγνώριζεν, είπεν: ο Παπαφλέσας είναι; απολώλαμεν [χαθήκαμε].»

Οι Τούρκοι καλούν τους προκρίτους και τους αρχιερείς στην Τριπολιτσά.

«Από τον Μυστρά πήγαν οι εγκριτώτεροι, ο γέρων Κοπανίτζας και ο Μελέτης. Στο δρόμο προς την Τριπολιτσά, όταν έφθασαν στον Βρουλιά (Σελλασία), σκέφτηκε ο Μελετόπουλος να γυρίσει πίσω και θέλησε να πείσει και τον Κοπανίτζα. Αυτός όμως του απάντησε:» (...) «Άγιος ο Θεός, κερδίζομεν τον Παράδεισον, διότι αποθνήσκομεν δια την Αγίαν πίστιν του Χριστού, αφού μάλιστα εφάγαμεν το ψωμί μας [γιατί και οι δύο ήταν πάνω από εξήντα χρόνων]. Ο Μελετόπουλος πρόσθεσε: Ιδού όπου ευρήκα και έναν όστις θέλει να αγιάση ζωντανός. Ας υπάγωμεν λοιπόν εις Τρίπολιν, αφ’ ού εκεί είναι ο Παράδεισος, και οι Τούρκοι είναι άγγελοι, οίτινες θα παραλάβουν την ψυχήν μας. Και ούτως ώδευσαν εις Τρίπολιν, όπου ο μεν Μελετόπουλος απέθανε διαρκούσης της πολιορκίας, ο δε Κοπανίτσας επέζησε.»

«η Ελλάδα δεν έμαθε παρά αργότερα την έξοδο και το κήρυγμα του Υψηλάντη.»

Σύμφωνα με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, οι φυλακισμένοι στην Τριπολιτσά αρχιερείς ήταν 8 και επέζησαν 2, οι δε φυλακισμένοι προύχοντες ήταν 11 και επέζησαν 3. Με το που αρχίζει η Επανάσταση, τα πράγματα έσφιξαν γι’ αυτούς, και τελικά κατέληξαν στο μπουντρούμι, όπου τους πέρασαν την κουλούρα στο λαιμό: «Ο Μούσα Κελεντζής ούτος βλέπων τον Κοπανίτζαν πλησιάσαντα και τον τράχηλον εκτείναντα, δια να βληθή η κουλούρα και εν αυτή να διαπερασθή η άλυσσος, είπε μεγαλοφώνως: ‘άπιστε Κοπανίτζα έστειλες τον κερατά Κρεββατά εις την Φραγκίαν και μας έφερε αυτά τα σίτελα και μίζελα, αλλ’ αύριον θέλει δοκιμάσετε τα επίχειρα της κακίας σας’.» [...] «Η ολκή αυτής ήταν οκάδες εκατόν ογδοήκοντα, άνευ των κουλούρων των επί τον τράχηλον ημών.» Την επομένη οι Τούρκοι εκτέλεσαν δεκαεφτά υπηρέτες τους.

«Λίγη παρηγοριά, σε όλο το διάστημα της φυλάκισής του, ο Ιωσήφ επίσκοπος Ανδρούσης είχε από ένα Ψαλτήρι κι ένα αντίτυπο της μετάφρασης του Φενελόν Αι Τύχαι του Τηλεμάχου, που είχε κρύψει στον κόρφο του ο Ιωάννης Περρούκας.»

Η φυλάκιση κράτησε 5 μήνες (17 Απριλίου – 23 Σεπτεμβρίου 1821). Ήταν δεμένοι όλοι μαζί χάρη στις κουλούρες, «ώστε, εάν τις των συνδεσμίων αυτών ή της πρώτης ή της δευτέρας σειράς εκινείτο δι’ οιονδήποτε λόγον, ηναγκάζοντο, ίνα κινηθώσι συγχρόνως και οι έτεροι δεκαεπτά θέλοντες και μη θέλοντες, της αλύσεως συμπαρασυρομένης».

«Πολλάκις ο Κιαμίλμπεϊς και λοιποί έδωσαν γνώμην να μας θανατώσωσι, γράφει ο Επίσκοπος Ανδρούσης, μάλιστα ο μουφτής έδωσε φετφά της σφαγής μας, όταν οι ειδικοί μας εθανάτωσαν τον γαμβρόν του [...], αλλ’ ο Μουσταφάμπεϊς, εκ παλαιών αιτιών, ανήρ κάλλιστος και ευνοϊκός εις τους χριστιανούς, εμπόδισε την απόφασίν των δια πολλών καταπειστικών λόγων. Οι ειδικοί μας αυτόν τον ευγενέστατον Τούρκον εθανάτωσαν εν Τριπολιτζά εις την ημέραν της πτώσεώς της πράξαντες έργον παράνομον.»

«Τον Σεπτέμβριο άρχισαν να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο.» Τους έφαγε ο τύφος. Πολλοί πέθαναν αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους, πριν από την πτώση της πόλης και καθώς έβγαιναν απ’ αυτήν πάνω σε φορεία. Κάποιοι απελευθερώθηκαν από τους Τουρκαλβανούς, οι οποίοι είχαν κάνει χωριστή συμφωνία με τον Κολοκοτρώνη για να σωθούν. «Τα ονόματα των ομήρων είναι γραμμένα στην αναμνηστική στήλη της πλατείας Άρεως στην Τρίπολη.»

1822

«Ο Δράμαλης, μετά τα Δερβενάκια, ειχε υποχωρήσει προς την Κόρινθο. Η προσπάθεια των Ελλήνων στρεφόταν στο πώς να τον εμποδίσουν να επικοινωνήσει με τους Τούρκους των Πατρών και να ανανεώσει τις δυνάμεις του. Στρατιωτικά τμήματα από τη Λακεδαίμονα είχαν, μαζί με άλλους, καταλάβει θέσεις δυτικά της Κορίνθου, αποκόπτοντας την επικοινωνία του με την Πάτρα.»

Γενεαλογική παρεκβολή

«Ο Γεωργαντάς [Νοταράς, 1695-1711, προύχοντας της Κορίνθου] είχε πέντες γιους και τέσσερις κόρες.» [...] «Ένας από τους γιους του Γεωργαντά, ο μητροπολίτης Κορίνθου Μακάριος, ανακηρύχτηκε Άγιος» [...] «(Ο Άγιος Μακάριος μαζί με τον [Ναξιώτη] Άγιο Νικόδημο συνέλεξαν στο Άγιον Όρος και το 1782 εξέδωσαν στη Βενετία τη Φιλοκαλία, τη συλλογή κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας.)»

1825

«Στις 7 Φεβρουαρίου 1825 είχε υπογραφεί στο Λονδίνο με τον οίκο Ricardo η συμφωνία για το δεύτερο αγγλικό δάνειο, που εποκυρώθηκε στις 5 Απριλίου 1825 από το Εκτελεστικό Σώμα στο Ναύπλιο, δυνάμει διατάγματος με χρονολογία 13 Ιουλίου 1824. Το δεύτερο αυτό δάνειο ανεξαρτησίας, αν και απολύτως αναγκαίο για τη συνέχιση του Αγώνα, τροφοδότησε και τον εμφύλιο πόλεμο. Ήταν για ονομαστικό ποσό δύο εκατομμυρίων λιρών, ενώ το καθαρό ήταν 816.000 μόνον, και αυτές κακοξοδευμένες. Το πρώτο αγγλικό δάνειο ανεξαρτησίας (για 800.000 λίρες, καθαρό 297.000 λίρες) είχε συναφθεί στο Λονδίνο την 21η Φεβρουαρίου 1824. Αρχικά υπολογιζόταν ότι η σύναψη του δανείου θα γινόταν κατά τις 15 Οκτωβρίου 1823, πράγμα που εξηγέι και την ανάμιξη του λόρδου Βύρωνα σε θέματα οικονομικά. Ο λόρδος Βύρων ήταν ένας εκ των επιτρόπων του δανείου στην Ελλάδα καθώς και εκπρόσωπος της Φιλελληνικής Εταιρείας ή Επιτροπής του Λονδίνου (Greek Committee), που ιδρύθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1823, μετά τις πρώτες επιτυχίες του ελληνικού αγώνα για ανεξαρτησία. Σκοπός της Επιτροπής ήταν να βοηθήσει την επικράτηση του αγώνα.

Στην ομιλία του στις 3 Μαΐου 1823 στην Ταβέρνα του Στέμματος και της Άγκυρας (Crown and Anchor Tavern) στο Λονδίνο, ο πρόεδρος της Επιτροπής ανέπτυξε τους ανθρωπιστικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς λόγους, που υπαγόρευαν τη βοήθεια προς την Ελλάδα, και ζήτησε γι’ αυτό τη συνεργασία του βρετανικού έθνους.»

«Όλα αυτά έγιναν γνωστά στους Έλληνες. Το κείμενο το βρίσκουμε στο Αρχείο της Κοινότητας Ύδρας. Στον ενδιαφέροντα κατάλογο με τα ονόματα των μελών της Επιτροπής του Λονδίνου περιλαμβάνονται και τα ονόματα του λόρδου Βύρωνα, καθώς και του David Ricardo, του μεγάλου οικονομολόγου αλλά και μέλους του οίκου Ricardo, που οργάνωσε τη σύναψη του δεύτερου ελληνικού δανείου.»

«Ο William Cobbett, στο βιβλίο του Έφιπποι Αγροτικοί Περίπατοι, Rural Rides, τον Σεπτέμβριο του 1826 περνάει κοντά από μια εκτεταμένη και πλούσια ιδιοκτησία και πάρκο. Άλλοτε ανήκε σε μια παλαιά αριστοκρατική οικογένεια και τώρα σ’ έναν από τους αδελφούς Ricardo, που πλούτισαν από τις υπέρογκες προμήθειες των ελληνικών δανείων και κερδοσκοπώντας με τις διακυμάνσεις των ομολογιών. ‘Λεβέντες Έλληνες’, γράφει ο Cobbett, ‘που έχετε τέτοιους φίλους να σας βοηθούν με την οικονομολογική τους δεξιοτεχνία, και τέτοιους όπως ο κ. Gallowan, που κατασκευάζει για σάς μηχανήματα πολεμικά, ενώ ο γιος του τα φτιάνει για τους Τούρκους. Τέτοιους φίλους σαν τον Hobhouse και άλλους να μιλάνε για τις πολιτικές σας υποθέσεις. Ευτυχισμένοι έλληνες κι ευτυχισμένοι επίσης Μεξικανοί!»

«Τον Νοέμβριο του 1823, οι Ιππότες της Μάλτας, αλλιώς του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, εμφανίζονται να προσφέρουν στην Ελλάδα, δια μέσου του οίκου Hullet Brothers, μέρος δανείου ύψους 640.000 λιρών. Μια από τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση του δανείου ήταν η Ελλάδα να τους δώση κάποιας νήσους του Αρχιπελάγους δια κατοικίαν τους· αυτοί δε εσυμφώνησαν να είναι παντοτεινοί σύμμαχοι των Ελλήνων, και συνδεδεμένοι να πολεμώσι αδιακόπως τους Τούρκους

«Από δικά του χρήματα δανείζει [ο Βύρωνας] την 1η/13η Νοεμβρίου 1823 στην ελληνική κυβέρνηση τέσσερις χιλιάδες λίρες, έως ότου δοθεί το αγγλικό δάνειο, για να μπορέσει στο μεταξύ το ελληνικό ναυτικό να ενισχύσει το αποκλεισμένο Μεσολόγγι.»

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Βύρων, διατηρώντας σε πολλά την αίσθηση της πραγματικότητας, του τραγικού και του γελοίου, αν και ήταν υπερβολικός καμιά φορά στις προσδοκίες ή την απογοήτευσή του, αγάπησε την Ελλάδα ειλικρινά, πίστεψε στις δυνατότητές της και έκανε ό,τι μπορούσε για να τη βοηθήσει. Του χρωστάμε πραγματική ευγνωμοσύνη.»

Υπογράφεται «στην Πελοπόννησο και στην Ύδρα, την 30ή Ιουνίου 1825, η αίτηση υπεράσπισης ή υποτέλειας, όπως την ονόμασαν οι επικριτές της, προς τη Μεγάλη Βρετανία. Κάτω από τα ονόματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο και του Ανδρέα Μιαούλη στην Ύδρα, την αίτηση υπογράφουν, σύμφωνα με το προοίμιό της, ο κλήρος, οι παραστάται, οι αρχηγοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ξηράς και θαλάσσης του Ελληνικού Έθνους» [...] «Η αίτηση έχει τη μορφή και το ύφος εγγράφου συνταγμένου από Άγγλο νομικό ή από άλλο πρόσωπο εθισμένο στην αγγλική νομική πρακτική και φρασεολογία.»

«Η Ελλάδα, λέει [ο Μαυροκορδάτος στον George Canning], ‘θα καταλήξει αργά ή γρήγορα να γίνει ο φυσικός σύμμαχος της Πύλης (Τουρκίας), όταν αυτή (η Τουρκία) αντιληφθεί καλύτερα το ίδιο της το συμφέρον». Αν και όταν αυτό συμβεί, «η Αγγλία, η Πύλη και η Ελλάδα ‘θα αποτελούσαν, κατά κάποιο τρόπο, μια ενιαία δύναμη, ικανή να αντισταθεί στη Ρωσία. Σε τελευταία ανάλυση, η ένωση αυτή θα παρείχε μια μείζονα εγγύηση εναντίον κάθε απόπειρας της Ρωσίας ή οποιασδήποτε άλλης ευρωπαϊκής δύναμης να παραβλάψει την κυριαρχία και το εμπόριο της Αγγλίας με την Ινδία.»

«Πολλοί, οι περισσότεροι από αυτούς που υπέγραψαν την αίτηση προστασίας προς τη Μεγάλη Βρετανία, ως Φιλικοί είχαν προσβλέψει στη βοήθεια και την προστασία της Ρωσίας. Οι καιροί είχαν αλλάξει, αλλά ο τελικός σκοπός, η απελευθέρωση και η ανεξαρτησία, παρέμενε για τους Έλληνες ο ίδιος. Στο τέλος η ανεξαρτησία της Ελλάδας ήταν το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων (με προεξάρχουσες την Αγγλία και τη Ρωσία), του φόβου μήπως η μία επικρατήσει εις βάρος της άλλης στο χώρο της εξασθενημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και των μεταξύ τους συμβιβασμών. Το παιχνίδι εξακολουθούσε όμως, μόνο εφόσον οι Έλληνες συνέχιζαν να αγωνίζονται εναντίον των Τούρκων και του Ιμπραήμ.»

«Ενστερνίστηκαν, σιωπηρά τουλάχιστον, το όραμα του Ρήγα Βελεστινλή, συνδυάζοντάς το με τη διαφαινόμενη πολιτική της Ρωσίας, που ενδιαφερόταν να υποκαταστήσει την υπό διάλυση, όπως πολλοί πίστευαν, Οθωμανική Αυτοκρατορία με δορυφορικές και ημιαυτόνομες ηγεμονίες υπό ρωσική επιρροή, εκεί όπου η ίδια δεν θα μπορούσε απευθείας να προσαρτήσει εδάφη. Επιστεύετο ότι όλοι αυτοί οι πληθυσμοί θα μπορούσαν να συμβιώσουν αρμονικά στις ηγεμονίες.

Το σχήμα αυτό ξεκινούσε από τον ευρύτερο χώρο και κατέληγε στην κυρίως Ελλάδα, σε αντίθεση προς τη μεταγενέστερη Μεγάλη Ιδέα που ξεκινούσε από τη μικρή Ελλάδα. Κέντρο και στις δύο περιπτώσεις ήταν η Κωνσταντινούπολη, κάτι απαράδεκτο, βέβαια, για τους Άγγλους.»

«Η αγγλική επιρροή βασίστηκε κυρίως στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τους Υδραίους. Ο Δημήτριος Υψηλάντης αντέδρασε έντονα στην απόλυτη εξάρτηση από την Αγγλία. Ο Βύρων έγραψε στις 2 Δεκεμβρίου 1823 στον Μαυροκορδάτο: ‘Η Ελλάς αντιμετωπίζει τώρα τρεις γραμμές πορείας: να κερδίσει την ελευθερία της, να γίνει αποικία των ηγεμόνων της Ευρώπης ή να γίνει τουρκική επαρχία. Μπορεί τώρα να διαλέξει μία από τις τρεις, ο εμφύλιος πόλεμος όμως δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στις δύο τελευταίες.’»

1826

«Ο Stratford Canning φτάνει στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Φεβρουαρίου 1826. Ο πρώτος ξάδελφός του George Canning, ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, είχε τότε αποφασίσει να συνεργαστεί με τη Ρωσία. Ο Metternich δεν του ήταν πλέον χρήσιμος και για τους Γάλλους είχε ενδοιασμούς. Γι’ αυτό αποφάσισε να πείσει τους Έλληνες να ζητήσουν μεσολάβηση, αφού είχε απορρίψει το αίτημά τους για βρετανικό προτεκτοράτο. Οι Έλληνες αργούσαν να του το ζητήσουν. Παρ’ όλα αυτά άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Lieven (τον Ρώσο πρέσβη στο Λονδίνο). Το αποτέλεσμα ήταν το Πρωτόκολλο της 4ης Απριλίου 1826, που υπογράφηκε στην Πετρούπολη μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας. Οι δύο Δυνάμεις θα μεσολαβούσαν ώστε η Ελλάδα να γίνει ένα αυτόνομο κράτος αλλά φόρου υποτελές στον Σουλτάνο.»

Η Επιτροπή [της Γ’ εν Επιδαύρω Εθνικής] Συνελεύσεως [στην οποία συμμετέχει ο Κοπανίτζας] γράφει στις 19 Απριλίου στον George Canning και του λέει πως «Η Ελλάδα ζητά μόνον την ησυχίαν της. Ο μεγάλος εχθρός της Τουρκίας όμως είναι ο σατράπης της Αιγύπτου (ο Μωχάμετ Άλι), ο πατέρας του Ιμπραήμ. Οι στρατιωτικές επιτυχίες δεν είναι του Σουλτάνου αλλά δικές του, ο οποίος αυξάνει καθ’ εκάστην τας δυνάμεις του με το πρόσχημα του κατά της Ελλάδος πολέμου.» Και πράγματι, μόνο η παρέμβαση της Αγγλίας έσωσε την Κωνσταντινούπολη από την επίθεση του Ιμπραήμ, το 1839, μετά τη νίκη του στη Συρία.

1827

«Η Γ’ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων στην Τροιζήνα την 6η Απριλίου 1827 (έναν ακριβώς χρόνο μετά την πρώτη σύνοδό της στην Επίδαυρο) ανακοινώνει στον Ιωάννη Καποδίστρια ότι το έθνος, βλέπον όσα κακά επήγασαν εις το διάστημα του επταετούς αγώνος του από την πολυμέλειαν της νομοτελεστικής δυνάμεως,εις αποφυγήν όλων αυτών των κακών, τα οποία εξέθεσαν το έθνος εις τον έσχατον κίνδυνον, απεφάσισε δια των νομίμων πληρεξουσίων του, των εις Γ’ Συνέλευσιν συνελθόντων, και συνεκέντρωσεν όλην την νομοτελεστικήν δύναμιν εις ένα και μόνον...»

Αποφάσεις της Εθνικής Γ’ των Ελλήνων Συνελεύσεως στην Τροιζήνα:

«--Ψήφισμα ΙΒ’ της ίδιας ημέρας [8ης Απριλίου]. Εγκρίνεται η συνομολόγηση εξωτερικού δανείου μέχρι πέντε μιλιουνίων διστήλων ταλλήρων πραγματικών [...] δι’ υποθήκης της εθνικής γης και παρέχεται στον Ιωάννη Καποδίστρια η πληρεξουσιότητα να πραγματευθή, όθεν κρίνη συμφερώτερον, το τρίτον τούτο δάνειον

«Οι περισσότεροι πληρεξούσιοι, πολλοί απ’ αυτούς καλομαθημένοι, ζούσαν και κοιμόνταν στο ύπαιθρο, στο κρύο και τον καύσωνα. Υπήρχε μεγάλη έλλειψη ψωμιού και τροφίμων, εκτός από μερικά φασόλια από ένα γειτονικό χωράφι που είχε επιταχθεί. Οι συνεδριάσεις γίνονταν στο ύπαιθρο, σ’ ένα λεμονοπερίβολο. Ο Πρόεδρος καθόταν σ’ ένα σκαμνί με την πλάτη του στηριγμένη στον κορμό μιας λεμονιάς και είχε ένα μικρό τραπεζάκι με το κουδούνι μπροστά του. Ο γραμματέας, σταυροπόδι στο χώμα, έψαχνε και μελάνωνε χαρτιά στο γόνατό του. Ένας άλλος, από την άλλη μεριά, διάβαζε μεγαλοφώνως τα πρακτικά και άλλα έγγραφα. Οι πληρεξούσιοι ήταν καθισμένοι γύρω γύρω, πάνω σε απελέκητα δοκάρια. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθούσε καθισμένος στη διχάλα μιας λεμονιάς με τα πόδια κρεμασμένα.» [...] «Η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, που είχε πωλήσει τα υπάρχοντά της στη Μύκονο και είχε ορμήσει στο πεδίο του Αγώνα, φορώντας ένα μαύρο χρυσοστόλιστο φόρεμα κι ένα καπέλο ευρωπαϊκό, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, ζητάει με νεύματα να εισακουσθεί η αναφορά της κατά του Υψηλάντη, την οποία ποτέ δεν διάβασαν. Ο ακαταπόνητος γραμματέας της Συνέλευσης, Ν. Σπηλιάδης, σηκώνεται τα χαράματα, ρίχνει στους ώμους του την κάπα από αιγότριχα, που του χρησίμευε και για νυκτερινό σκέπασμα, και καθισμένος σ’ ένα σκαμνί γράφει από μνήμης τα πρακτικά, πίνοντας λίγο ρακί αντί πρωινού καφέ και καπνίζοντας ένα μικρό τσιμπούκι. Το Πάσχα, ενώ μισοτραγουδάνε και περιμένουν ανυπόμονα να φάνε το σουβλιστό αρνί, μαθαίνουν ξαφνικά το θάνατο του Καραϊσκάκη. Βαρύ πένθος, άλγος καρδίας, απελπισία. Έπεσε βαριά σιωπή και πένθιμη. Την έλυσε ο Κολοκοτρώνης λέγοντας: Ο χαμός, αδέλφια, είναι μεγάλος, ο Θεός όμως είναι μεγαλύτερος.» (Αφήγηση του αυτόπτη μάρτυρα Νικολάου Δραγούμη, Ιστορικαί Αναμνήσεις)

«...αγορεύοντας ο διδάσκαλος Γ. Γεννάδιος κατά των τίτλων είπε ‘ευτραπέλως’ ότι ‘ούτε ο Μαυροκορδάτος ούτε ο Κουντουριώτης ούτε ο Κωλέττης ούτε άλλος τις των προυχόντων ήσαν πυγολαμπίδες (χάριν δε σεμνότητος δεν επαναλαμβάνω τας λέξεις του ρήτορος) ίνα ονομάζονται εκλαμπρότατοι’. Οι στρατιώτες επευφήμησαν και μετά τη συνεδρίαση ‘διημιλλώντο τίς να προσφέρη καφέν προς τον αδυσώπητον εκείνον δημοκράτην’.»

«Στις 24 Ιουνίου/6 Ιουλίου 1827 υπογράφεται στο Λονδίνο μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας συνθήκη ειρήνευσης της Ελλάδας. Ο Σουλτάνος θα είναι ο επικυρίαρχος ηγεμόνας και θα του καταβάλλεται ετήσιος φόρος.»

«Στις 15 Αυγούστου, η Κυβέρνηση φεύγει από το Ναύπλιο και εγκαθίσταται στην Αίγινα κατά σύσταση των ναυάρχων Κόδρινγκτον και Δεριγνύ. Οι ναύαρχοι αναγγέλλουν επίσημα στην Κυβέρνηση τη συνθήκη του Λονδίνου.»

«Ο Κυβερνήτης αναστέλλει πραξικοπηματικά τη λειτουργία του Συντάγματος, μέχρις ότου η τύχη της Ελλάδος αποφασισθή οριστικώς και η Βουλή αποδέχεται το τετελεσμένο γεγονός με το ψήφισμα της 18ης Ιανουαρίου 1828.»

1829

«Ο Αναγνώστης Κοπανίτζας είχε ξοδέψει όλα του τα χρήματα στην Επανάσταση». Παρ’ όλα αυτά, η εγγονή του παντρεύτηκε τον ποιητή Παναγιώτη Σούτσο, ο εγγονός του Σπυρίδων «άφησε μια ενδιαφέρουσα βιβλιοθήκη, που δείχνει το ζωηρό ενδιαφέρον του για την πολιτική και πνευματική κίνηση της Γαλλίας της εποχής εκείνης. Φαίνεται ότι σπούδασε στη Γαλλία, ίσως ως ένα από τα ελληνόπουλα από γνωστές οικογένειες αγωνιστών της ελευθερίας, που, μετά την επίσκεψη στην Ελλάδα, τον Μάρτιο του 1825, του απεσταλμένου της Φιλελληνικής Εταιρείας των Παρισίων, στρατηγού Roche, σπούδασαν εκεί με δαπάνη και φροντίδα της Εταιρείας.» [...] «Στη συνέχεια διετέλεσε συνεχώς γερουσιαστής επί Όθωνος, πληρεξούσιος κατά τη Β’ Εθνική Συνέλευση και βουλευτής μέχρι το θάνατό του. Ο Ηλίας έμεινε στη Σπάρτη. Ασχολήθηκε με τα οικογενειακά κτήματα, την τοπική πολιτική και λίγο με τους αρχαίους κλασικούς. Είχε αλληλογραφία με τον αδελφό του στην Αθήνα. Ως δήμαρχος της Σπάρτης υποδέχτηκε τον Όθωνα, τον Οκτώβριο του 1862, κατά την τελευταία του περιοδεία, που κατέληξε στην εξορία του από την Ελλάδα και στο τέλος της δυναστείας.» Άρα, μπορεί να φτώχυνε ο ίδιος προσωπικά, γιατί έχασε κάτι χτήματα πάνω στην αναμπουμπούλα της Επανάστασης, αλλά όχι πως πέθανε και στην ψάθα.

1831

«Στο στασιαστικό κίνημα, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1831, η Σπάρτη [ο Μυστράς;] και το μεγαλύτερο μέρος της Λακωνίας δεν δέχτηκαν να συμμετάσχουν.»

1832

Το Μάη ο Friedrich Thiersch (Φρειδερίκος Θείρσιος) επισκέπτεται το Μυστρά και συναντά τον Αναγνώστη Κοπανίτζα, 80 χρονώ πια, ο οποίος του λέει πως η καποδιστριακή καταπίεση είναι χειρότερη από την τούρκικη. Και μάλιστα τώρα υπάρχει μια νέα μάστιγα: οι καταδότες της κυβέρνησης.

1833

Ο Όθωνας επισκέφτεται το Σεπτέμβρη το Μυστρά. «Κάτω από τη Μητρόπολη, εις μίαν πηγήν ύδατος ευρίσκεται είς σαρκοφάγος μαρμάρινος με ανάγλυφα.» Αυτή η σαρκοφάγος βρίσκεται σήμερα στην αυλή. Παρίσταται και ο Κοπανίτζας. «Στην ακολουθία του Όθωνα ήταν και ο Παναγιώτης Σούτσος, που γνώρισε και παντρεύτηκε την εγγονή του Αναγνώστη, τη Φλωρεντία Κοπανίτζα.»

1847 ή 1848

Φιλοξενία του πρέσβη της Γαλλίας Thouvenel στο σπίτι των Κοπανίτζα στο Μυστρά. Φρούριο κανονικό, με παλικάρια αφοσιωμένα. «Στα πελώρια δωμάτια δεν υπάρχουν έπιπλα περισσότερα απ’ όσα σ’ ένα στρατώνα.» [...] «Είναι [ο Στέφανος, ο γερουσιαστής κλπ.] αρχηγός κόμματος, αρχηγός φατρίας [clan]. Έχει τους ανθρώπους του, πολλούς και αφοσιωμένους, που τους συντηρεί, τους οπλίζει, τους παρέχει κατοικία, τους βάζει στα κτήματά του. Το άλλο κόμμα έχει κι αυτό τον αρχηγό και το στρατό του. Παραμονεύει ο ένας τον άλλον, ετοιμάζουν ενέδρες, επιτίθενται αιφνιδιαστικά. Τον καιρό των εκλογών δίνονται κανονικές μάχες. Σκοτώνουν οι μεν τους δε, όσους μπορούν περισσότερους, όλο το χρόνο, μέρα και νύχτα, στο εσωτερικό των σπιτιών, στο ύπαιθρο, προς δόξαν της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας. Τους τελευταίους δύο μήνες μετρήθηκαν είκοσι δύο φόνοι ή δολοφονίες.» «Η περιουσία της οικογένειας, που αποδίδει εισόδημα 20.000 φράγκα...»

Γλωσσικά

Α. Λεξιλόγιο

άζωτος ατμόσφαιρα (εν πυκνοτάτη αζώτω ατμοσφαίρα αποφορών ποικίλων και των μάλλον ανυποφόρων, Ι. Φιλήμων) 100

ανέλπιστος = απρόσμενη (η ανελπιστος πικρά ίδισις τού Παρασκευά μου ετάραξε τήν ψιχιν) 225

βίαιον δάνειο = αναγκαστικό (Βουλευτικό Σώμα, 1822) 111

βοτρυδόν (κοιμώμενοι επί της υγράς γης [οι εγκάθειρκτοι όμηροι της Τριπολιτσάς], Ι. Φιλήμων) 100

εκδοχέας (Την απαίτησή της κατά του Κοπανίτσα...την εκχώρησε σε έναν έμπορο στην Αθήνα. Ο Κοπανίτσας πιεζόταν απόν τον εκδοχέα της Αθηναίο έμπορο να καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα.) 226

έκπλευσις = απόπλους (έκπλευσιν ταχείαν του στόλου) (έκκληση προκρίτων προς την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας και το Εκτελεστικό Σώμα, 5 Μαρτ. 1826) 152

ελέφαντες του απαθούς = ο στόλος του Σουλτάνου (συνθηματικό Φιλικής Εταιρείας) 218

επιμαχία = συμμαχία; υπόσχεση συνδρομής σε περίπτωση που ο σύμμαχος υποστεί επίθεση; (συμμαχίαν και επιμαχίαν παντοτεινήν και αδιαχώριστον εν παντί καιρώ και ανάγκη καθ’ όλας τας περιστάσεις) (Ι. Φιλήμων) 145

επιχείρημα = επιχείρηση, εγχείρημα, προσπάθεια (το κατά το Μεσολογγίου επιχείρημα του Ιμπραήμ· τα διπλωματικά της Μεγάλης Βρεττανίας υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδος επιχειρήματα) (Ανδρέας Ζαΐμης και Κανέλλος Δεληγιάννης) 146

ευπατριωτών = ευπατριδών; (επιστολή Δεληγιανναίων προς τον Αναγνώστη Σπηλιωτάκη και τον Αναγνώστη Κοπανίτζα, 22 Δεκ. 1824) 128

κακεργάται = κακούργοι, εγκληματίες (έγγραφος εξομολόγησις Πανάγου Μαλαβαλάκη) 118

καμήλες = πλοία ελληνικά (συνθηματικό Φιλικής Εταιρείας) 218

κάνω σάλεσι (δεν στον κάνουμε σάλεσι τον Μυστρά [απαντούν οι κοτζαμπάσηδες στο Ζαχαριά] 59

καούνια (ο Κοπανίτζας γράφει της νύφης του ότι της στέλνει τεσερα καρπουζα καί διο καουνια) 175, 225 και εικ. 11)

κατεβασιά του Ευρώτα (παρέσυρε τη γέφυρα του [αρχιεργάτη Ιωάννη] Κόπανου, του 1749) 35

κατεσκληκώς (ημιγύμνους, κατεσκληκότας..., Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος) 105

κόμοδον = άνετο 129

λουφές, λουφέδες (τους ζητάει ο Ζαχαριάς από τους κοτζαμπάσηδες του Μυστρά, αλλιώς θα τους χαλάσει τα τσιφλίκια, κι αυτονών και των Τούρκων) 34, 59

μεσοπεθαμένος = μισοπεθαμένος (Αναγν. Κοπανίτζας) 107

μεσοσυλλαβήσωμεν = μεσολαβήσωμεν 126

ξηροφιλοτιμίαι = μικροφιλοδοξίες (να συγκεντρωθεί η εκτελεστική εξουσία εις ενός ανδρός μόνον χείρας δια να λείψουν αι ξηροφιλοτιμίαι των διαφόρων κομμάτων και προσώπων) (Κανέλλος Δεληγιάννης) 165

κουλούρες, οι, των κουλούρων = οι περιτραχήλιοι κρίκοι της αλύσσου (Ιωσήφ Ανδρούσης) 98

ολκή = βάρος (Ιωσήφ Ανδρούσης) 98

πλατυευρύχωρος αυλή (Ιωσήφ Ανδρούσης) 98

πολιταρχία = πολιτοφυλακή (διότι αύτη η πολιταρχία εδούλευσε και εφάνη πολλά χρήσιμος εις τας παρελθούσας ανωμαλίας) 133

σίτελα και μίζελα (άπιστε Κοπανίτζα [του λέει ο Μούσα Κελεντζής εφένδης] έστειλες τον κερατά Κρεββατά εις την Φραγκίαν και μας έφερε αυτά τα σίτελα και μίζελα) (Ιωσήφ Ανδρούσης) 98

συνέτια = τίτλοι ιδιοκτησίας 112

Μυστρός, του passim

υδρογέφυρα (το νερό των πηγών Βιβάρι διοχετευόταν χάρη σ’ αυτήν στην απέναντι όχθη του Ευρώτα) 38

χρηματολογία = συλλογή χρημάτων, εισφορά (υπέρ του κράτους), (διαταγή Πελοπονν. Γερουσίας, 29 Ιουλ. 1822) 110, 219

Β. Γραμματικά – Συντακτικά

δια της τότε ανωμαλίας του καιρού = δια την τότε ανωμαλίαν του καιρού (Αναγν. Κοπανίτζας) 109

μεγιστοτάτη ανωμαλία = 119 (επιστολή προκρίτων Μυστρά)

παθητικό αποθετικό: (η ολική κυβέρνησις των ελληνικών πραγμάτων εμπιστεύεται προσωρινώς εις ενδεκαμελή επιτροπήν, Η’ ψήφισμα της Γ’ εν Επιδαύρω Εθνικής Συνέλευσης, 12 Απρ. 1826) 155

προεστότεροι, οι (τινές των προεστοτέρων, Στοχασμοί των Πελοποννησίων περί καλού Συστήματος, Μάιος 1820) 78

προκριτώτεροι, οι (Κανέλλος Δεληγιάννης) 44, 84

τόση...όσο (τίποτε δεν δίνει τόση χαρά στην καρδιά όσο ο καπνός) 192

υποτιθετομένη = υποτιθεμένη 89

Γ. Τοπωνύμια / Δημοτικά Ονόματα

Άνω Κοπάνιτσα Ηλείας = Κρυονέρι 39

Βασιλοπόταμο = Ευρώτας 43

Βουρλιάς ή Βρουλιάς = Σελλασία 32, 93

Εγκλιτέρα = Αγγλία 122

Κάτω Κοπάνιτσα Ηλείας = Καρυές 39

Κοσμίτης = από το χωριό Κοσμάς (γεν. πληθ. των Κοσμίτων) 114

Λακεδαιμόνιοι = οι Μυστριώτες 142

Μαραθονήσι = Γύθειο 177

Μπαρμπίτσα = Πάρνωνας 59

Σπαρτιάται = οι Μανιάτες 133