Σάββατο, Απριλίου 03, 2010

KARFREITAG

Prolog

Als sie aber hinuntergingen in diesen Tagen
Zu ihren Graebern, jeder zum Seinen, ganz aufrecht nicht durch den Schmerz —
Denn sie hatten allzuviel schon ertragen —
Da sahen einige von ihnen himmelwaerts.
Und der Himmel war trueb und grau und bedrueckt.
Sieh, da geschah es, dass eine Stimme wie Erz
Wild auf sie fiel, von oben herabfiel, und einige hoerten die Stimme fragen:
Wo sind eure Helden? Ihr geht sehr gebueckt! —
Da bog sich einer zurueck und fasste sich muehsam und hatte das Herz
Und hoerte sich sagen:
Unsere Sieger liegen erschlagen.
Und siehe, da war es, als waere allen
Goettlich aufstrahlend, auf ihre trueben Stirnen gefallen.
Gingen nun aufrecht und muehlos wie trotzige Krieger
Als waeren sie alle wie jene Sieger —
Und stolz und befreit ihrer Trauer entrueckt.


Epilog

Abermals gingen einige ueber sein Feld zur Abendzeit.
Der Himmel war dunkel. Wind ging. Das Korn bluehte weit.
Sie gingen gebeugt und schwer im letzten Licht.
Ein fremder Mann ging mit ihnen. Sie kannten ihn nicht.
Sie waren traurig, weil Jesus gestorben war.
Aber einmal sagte einer: Es ist sonderbar.
Er starb fuer sich. Und starb ohne Sinn und Gewinn.
Dass ich auch nicht leben mag: dass ich einsam bin.
Sagte ein anderer: Er wusste wohl nicht, was uns frommt.
Sagte ein dritter: Ich glaube nicht, dass er wiederkommt.
Sie gingen gebeugt und schwer im letzten Licht.
Ein fremder Mann ging mit ihnen. Sie kannten ihn nicht.
Und einer sah uebers Aehrenfeld und fuehlte seine Augen brennen.
Und sprach: Dass es Menschen gibt, die fuer Menschen sterben koennen!
Und er fuehlte Staunen in sich (als er weiterspann):
Und dass es Dinge gibt, fuer die man sterben kann.
Und jeder hat sie, und er hat sie nicht
Wiel er's nicht weiss. — Das sagte er im allerletzten Licht.
Es war ein junger Mensch. Es ging um die Abendzeit.
Der Himmel war dunkel. Wind ging. Das Korn bluehte weit.
Sie gingen gebeugt und schwer im letzten Licht.
Ein fremder Mann ging mit ihnen. Sie kannten ihn nicht.

Bertolt Brecht

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Επίτρεψέ μου, παρακαλώ, να προσθέσω αυτήν τη βιαστική μετάφραση για όσους από τους αναγνώστες σου δεν μιλούν γερμανικά:


ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρόλογος

Όταν κατέβαιναν εκείνες τις ημέρες
στους τάφους τους, καθένας στου δικού του, σκυφτοί ακόμα από τον πόνο—
γιατί είχαν κιόλας πολλά υποφέρει —
κάποιοι σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό.
Κι ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και γκρίζος και βασανισμένος.
Και ιδού, συνέβη, και ακούστηκε φωνή μετάλλου
τους ρίχτηκε άγρια, τους έπεσε από πάνω, και κάποιοι άκουσαν τη φωνή να ρωτάει:
Πού είναι οι ήρωές σας; Πολύ σκυφτοί βαδίζετε!—
Κι ένας ορθώθηκε και στάθηκε με κόπο και βρήκε το κουράγιο
κι άκουσε από το στόμα του να λέει:
Οι νικητές μας νικημένοι κείτονται.
Και ιδού, και έγινε, σαν όλων τους
τα συννεφιασμένα μέτωπα να φώτισε θεία ακτίνα.
Κι όρθιοι πια βάδιζαν και ακούραστοι, σαν πεισμωμένοι μαχητές
σαν να ήταν όλοι τους όπως οι νικητές εκείνοι —
περήφανοι κι ελεύθεροι από το πένθος τους αλαργεμένοι.

Επίλογος

Και πάλι περνούσαν το απόγευμα κάποιοι από το χωράφι του.
Ο ουρανός ήταν σκοτεινός. Φυσούσε άνεμος. Πέρα άνθιζε το αραποσίτι.
Βάδιζαν σκυφτοί κι ασήκωτοι στο τελευταίο φως.
Μαζί τους πήγαινε ένας ξένος. Δεν τον γνώριζαν.
Ήταν θλιμμένοι γιατί είχε πεθάνει ο Ιησούς.
Άξαφνα μίλησε ο ένας: Είναι περίεργο.
Πέθανε με απόφασή του. Πέθανε χωρίς κέρδος στο μυαλό του.
Και δεν θέλω πια να ζω· ότι είμαι μοναχός μου.
Είπε ένας άλλος: Σίγουρα δεν ήξερε τι μας συμφέρει.
Και είπε ο τρίτος: Δεν πιστεύω πως θα ξαναγυρίσει.
Βάδιζαν σκυφτοί κι ασήκωτοι στο τελευταίο φως.
Μαζί τους πήγαινε ένας ξένος. Δεν τον γνώριζαν.
Και ένας κοίταξε πέρα πάνω από τα στάχυα και ένιωσε τα μάτια του να καίνε.
Και μίλησε: Μα να υπάρχουν άνθρωποι που γι’ άλλους άνθρωπους πεθαίνουν!
και μέσα του την απορία ένιωσε (των λόγων του πλέκοντας το νήμα):
Και να υπάρχουν πράγματα, που χάρη τους άνθρωπος να πεθαίνει.
Κι όλοι τα έχουν κι εκείνος όχι
για δεν το ξέρει — Κι αυτά τα είπε στο έσχατο το φως.
Ήταν νέος άνθρωπος. Όταν πια σουρουπώνει.
Ο ουρανός ήταν σκοτεινός. Φυσούσε άνεμος. Πέρα άνθιζε το αραποσίτι.
Βάδιζαν σκυφτοί κι ασήκωτοι στο τελευταίο φως.
Μαζί τους πήγαινε ένας ξένος. Δεν τον γνώριζαν.

Μπέρτολτ Μπρεχτ


drsiebenmal

Costas N. Kouremenos είπε...

Ελεύθερα, Ανώνυμε...drsiebenmal. Ευχαριστώ κιόλας.