Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 04, 2020

Για τον αγαπητό φίλο και κουμπάρο μου, Νίκο Σκαλκώτα (1949-2020)

 


Γνωριστήκαμε ένα βράδυ το 1973, μετά το τέλος των παρτίδων στο τότε εντευκτήριο της Ελληνικής Σκακιστικής Ομοσπονδίας, Ακαδημίας 72. Οι παρέες των σκακιστών συνέχιζαν τότε μέχρι πολύ αργά, είτε στην πλ. Βικτωρίας είτε στα Νούφαρα στο Κολονάκι (η κολόνα γράφεται με όμικρον), είτε στην ταβέρνα της οδού Έβρου. Μετά από λίγο γίναμε κολλητοί, για μια δεκαετία. Αγαπούσε το σκάκι και τη μουσική, διάβαζε λογοτεχνία. Από όργανα, το πιάνο, καθόταν κι έπαιζε με τις ώρες. Κλασικοθρεμμένος, Μπαχ, Μπετόβεν, Σούμπερτ οι μεγάλες του αγάπες. Το Συγκερασμένο, τα Κουαρτέτα εγχόρδων. Αργότερα είχε μια σεζόν μούρλιας με τη μουσική όπερας, είχε τρελαθεί στον Βέρντι κυρίως. Τον έπαιρνα τηλέφωνο και δυσκολευόμασταν να μιλήσουμε, το είχε στη διαπασών. Παίζαμε μπλιτς (γρήγορο σκάκι) νύχτα με τις ώρες, παρέες, μουσική, και γκάπα-γκούπα στο σκακιστικό ρολόι. Κοινωνικός και αγαπητός, μοναχικός και βασανισμένος με τον εαυτό του εσωτερικά. Κάπνιζε κάργα, Old Navy όταν τον γνώρισα. Του άρεσε επίσης η πρέφα. Ο πατέρας του είχε πεθάνει δυο μέρες προτού γεννηθεί ο ίδιος, του έλειπε η μορφή του και συνάμα είχε μεγαλώσει, αυτός κι ο αδερφός του, στην πελώρια σκιά της μνήμης του. Όσο ήταν σχετικά νέος τον έψαχνε με διάφορους τρόπους, σε διάφορους ανθρώπους. Ήταν ευθύς και γνήσιος. Καλοζωιστής μέχρι τελικής πτώσεως. Ενώ δεν ήτανε άνθρωπος της φύσης αλλά της πόλης, είχε δυνάμεις. Υπερέβη τον εαυτό του μια φορά, όταν, σε διακοπές στη Νίσυρο, αφήσαμε τους υπόλοιπους κάτω στην παραλία, ανάμεσά τους και τον Δημοσθένη μας που εξασκούνταν εκφωνώντας ξανά και ξανά ένα Women of Nisyros!, και με ακολούθησε αξημέρωτα σε μια πορεία από το Μαντράκι στο κέντρο του νησιού, στο ηφαίστειο. Το νησί είχε καεί πρόσφατα, ούτε μονοπάτι ούτε τίποτα. Περπατήσαμε ώρες, Δεκαπενταύγουστος, λιοπύρι, φτάσαμε με τα πολλά στο χείλος του τεράστιου κρατήρα, κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε, μπλέξαμε σε μια ρεματιά απότομη, δύσκολο, και νερό ελάχιστο, με τη σταγόνα δια του δύο. Τότε πήρε πρωτοβουλία για πρώτη φορά, και καλή. Βγήκε απάνω κι άρχισε να κατεβαίνει από τη ράχη, όχι από τη ρεματιά. Τον ακολούθησα, ήταν δική του επιλογή, αυτό με ανακούφιζε, δεν είχα την ευθύνη του. Φτάσαμε μέσα στον κρατήρα, στο ίσωμα. Άρχισε η αφυδάτωση, τέρμα το νερό. Η ανάσα, ξάπλα, έβγαινε λαχανιαστή, σαν του σκυλιού. Σηκωθήκαμε, έπρεπε. Φτάσαμε στο κέντρο, στους λάκκους με το θειάφι. Έπρεπε και να ξανανέβουμε, δυο χωριά φαίνονταν στο χείλος του κρατήρα επάνω. Μαρτύριο. Όταν φτάσαμε στο Νιμπορειό, και βρήκαμε νερό, ήπιαμε μερικά μπουκάλια ο καθένας, ξαναήρθαμε στα συγκαλά μας. Μετά ήμασταν πουλιά πετούμενα, παρά το 6ωρο που είχαμε περπατήσει, μ’ ένα παγούρι. Κατηφορίσαμε ως το Μαντράκι με τα πόδια. Τον εκτίμησα τότε ιδιαίτερα, γιατί ήταν κάτι έξω από τον γνωστό του εαυτό.

 

Η αγάπη του για το σκάκι τον έσωνε πάντα από τα δύσκολα, γυρνούσε σ' αυτό και σωνόταν.

 

Αντίο, Νίκο…

Δεν υπάρχουν σχόλια: