Πολύ ωραίο χτίριο, πολύ ωραία έκθεση, χορταστική, 200 έργα υψηλής ποιότητας. Ωστόσο, μου έκανε εντύπωση η παντελής απουσία έργων της δεκαετίας του 1930, ενώ όλες οι άλλες βασικές περίοδοι καλύπτονταν.
Παρά τις ωραίες μεταφράσεις των λεζαντών στα αγγλικά, έγινε και ένα σοβαρό ολίσθημα: τα Όψιμα έργα αποδόθηκαν στα αγγλικά ως Mature works, αντί του ορθού Late works. Και δυστυχώς αυτό δημιουργεί μια σοβαρή παρεξήγηση. Τα mature works του ζωγράφου σαφώς και είναι τα γνωστά της δεκαετίας του 1920, και όχι τα πουαντιλιστικά αχλάδια κλπ. της όψιμης περιόδου του.
Αγαπώ πολύ τον Παπαλουκά, αλλά έπεσα στην εξής φράση του:
«Ζωγραφική θα πει χρώμα. Κι αν ο ζωγράφος δεν έχει την ευαισθησία να ερεθίζεται από την ύλη του, από το χρώμα και όχι από τις μορφές, δεν είναι ζωγράφος. Η ζωγραφική πρέπει να συγκινεί με τα υλικά της μέρη και όχι με το θέμα.»
Λατρεύω το χρώμα, κι έτσι δε θα μπορούσα να διαφωνήσω. Παρ’ όλα αυτά, σκέφτηκα δύο πράγματα:
Πρώτον, ο ίδιος έδινε εξαιρετική σημασία στο σχέδιο, άρα στις μορφές, σε σημείο που να αφήνει ορατές τις χαράξεις πάνω στα έργα του. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν το κίνητρό του, όταν έκανε αυτή την αντιπαράθεση.
Δεύτερον, στην τελευταία πρόταση της ρήσης του, παύει να αντιπαραθέτει χρώμα και μορφή, το στρίβει, και αντιπαραθέτει το χρώμα (που το ανέφερε προηγουμένως και ως «ύλη») και το θέμα, πράγματα δηλαδή ανόμοια. Το θέμα δεν έχει νόημα να αντιπαρατίθεται στο χρώμα, αλλά μόνο στην απουσία θέματος (π.χ. στην περίπτωση της αφηρημένης ζωγραφικής, που και αυτή βέβαια έχει εντέλει θέμα…). Όμως ο ίδιος δεν ήταν ζωγράφος του αφηρημένου χρώματος, αλλά τοπιογράφος, δηλ. ζωγράφος με θέμα. Η ζωγραφική του έχει και χρώμα και θέμα. Οπότε;…
Το σκάλωμα αυτό του νου μου μ’ έκανε να σκεφτώ και κάτι άλλο, που αναμφίβολα θα έχει επισημανθεί πάμπολλες φορές: την απουσία κοινωνικού σχολίου στο έργο του. Έκατσε, ας πούμε, ένα-δυο χρόνια στη Μυτιλήνη, το 1926-1927, αν θυμάμαι καλά. Έφτιαξε υπέροχους πίνακες, ανάμεσά τους και το «Καφενείο στη Μυτιλήνη». Και αναρωτιέμαι: πρόσφυγες δε συνάντησε, 3 χρόνια μετά την Ανταλλαγή; Δεν μπορούσε να τους αποδώσει με το δικό του τρόπο, τον τόσο όμορφο; Πάντως, από την έκθεση που είδα, δεν προκύπτει να το έκανε. Και όμως, είχε δουλέψει σαν πολεμικός ζωγράφος το 1921 στη Μικρασία.
Στην τελευταία περίοδό του, το '50-'56, πηγαίνει δυο καλοκαίρια στην Ύδρα και ζωγραφίζει τη γνωστή αγαπημένη πόλη των Ελλήνων ζωγράφων, γεμίζοντας τα γνωστά γκρίζα και αυστηρά, θα έλεγα βλοσυρά σπίτια των Υδραίων με χρυσοκίτρινες πινελιές. Η λεζάντα λέει πάνω-κάτω (από μνήμης): «ο Παπαλουκάς συνεχίζει να εξερευνά το ελληνικό φως…». Δε συμφωνώ. Η αλλοίωση της «νορμάλ» εντύπωσης που δίνει η Ύδρα με αυτά τα χτυπητά χρώματα είναι τόσο έντονη, ώστε πρόκειται εδώ πια για το φως του Παπαλουκά και όχι για το ελληνικό φως. Όχι πως αυτό είναι κακό, απλώς δε δέχομαι ότι στους πίνακες αυτούς ο ζωγράφος «εξερευνά το ελληνικό φως». Μάλλον ένα δικό του φως εξερευνά. Αυτό δε θα το έλεγα για τους πίνακές του της δεκαετίας του ’20.
Πέρα από τα δικαίως διάσημα έργα της έκθεσης, μου άρεσε ένα πολύ ταπεινό, λόγω του θέματος. Λέγεται «Δύο δέντρα». Ο ζωγράφος βρίσκεται στην κορφή ενός λόφου και κοιτά δύο λιγνά, ψηλά και απομονωμένα δέντρα, καθώς εγγράφονται πάνω στο φόντο ενός ανοιχτού ουρανού. Επίσης, είδα ένα πολύ εκφραστικό πορτρέτο καλόγερου και κάποια άλλα πολύ όμορφα αστικά πορτρέτα.
A must see.
Τέλος, πέρσι ήμουνα στην Άμφισσα και είδα τις τοιχογραφίες του στο μητροπολιτικό ναό αυτής της πανέμορφης πόλης. Δυστυχώς, έχουν μπει σκαλωσιές οι οποίες δε σε αφήνουνε να δεις και πολλά πράματα. Ελπίζω να ευκαιρήσω να πάω και στη γενέτειρά του τη Δεσφίνα, όπου είχε αγιογραφήσει ένα ολόκληρο τέμπλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου