Παλιότερα καταφερόμουν εναντίον της προτίμησης για τη λέξη πτηνό εις βάρος της λέξης πουλί με αφορμή τη γρίππη των πουλιών [συγνώμη, των πτηνών!], και σήμερα με λύπη μου διάβασα το παρακάτω λήμμα στο ΛΚΝ (και μη σας ξεφύγει και το 'πτέρωμα'):
παγόνι το [paγóni] O44 : πτηνό, το πιο μεγαλόσωμο από τα ορνιθόμορφα, με εντυπωσιακά πολύχρωμο και στιλπνό πτέρωμα και μακριά ουρά· το αρσενικό, κατά την προγαμιαία του συμπεριφορά, επιδεικνύει την όμορφη ουρά του ανοίγοντάς την σαν βεντάλια: Tα παγόνια του ζωολογικού κήπου. Φτερά παγονιού. Kομπάζει / φουσκώνει σαν ~. [μσν. παγόνι < παλ. ιταλ. pagon(e) -ι (< λατ. pavo) ή μσν. παόνιον υποκορ. του ελνστ. πάων (< λατ. pavo) με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.]
Tu quoque, LiKi Ni?
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου