Τετάρτη, Αυγούστου 11, 2010

ΝΙΚΟΣ ΚΟΕΜΤΖΗΣ – Το μακρύ ζεϊμπέκικο

(εκδ. Νέο Ξεκίνημα, 272 σελ.)

Το αγόρασα στο Μοναστηράκι (15 ευρώ), όπου στήνει ένα τραπεζάκι συχνά-πυκνά ο Κοεμτζής (ή Κουγιουμτζής, όπως μας λέει) είτε στην Ηφαίστου είτε στην πλατεία επάνω και πουλάει τα βιβλία του, υπογράφοντάς τα κιόλας με αφιέρωση. Μολονότι χρησιμοποιεί για τίτλο το ομώνυμο τραγούδι του Σαββόπουλου, δεν τον αναφέρει καθόλου. Το βιβλίο έχει πρόλογο Γιώργου Λιάνη.

Το βιβλίο αρχίζει με τα παιδικά του χρόνια στο Αιγίνιο Κατερίνης, μέσα στην Κατοχή, συνεχίζει με τα βάσανα και τις διώξεις ενάντια στον αριστερό Ελασίτη πατέρα του και σ’ όλη την οικογένεια μετά την Απελευθέρωση, με τη μεγάλη, βαριά φτώχεια, την επιβίωση και την ενηλικίωση, τις διάφορες δουλειές που έκανε ο Κοεμτζής σαν νέος και πώς τον έριχναν συνήθως, ώσπου σταματά εκεί που νιώθεις ότι έγινε κουτσαβάκι και παράνομος, και άρχισε τα μπλεξίματα με την Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη. Μαθαίνουμε πως έκατσε χρόνια στη φυλακή τη δεκαετία του ’60, μα όχι γιατί ούτε καμιάν άλλη λεπτομέρεια. Η αφήγηση κάνει ένα άλμα και ξαναβρίσκουμε τον αυτοβιογραφούμενο μετά το φονικό (το αδίκημα, όπως το αποκαλεί συνήθως ο ίδιος) του 1973, να έχει συνέλθει και να μας διηγείται με φλασμπάκ το τι συνέβη. Από κει και πέρα η αφήγηση συνεχίζεται γραμμική, με τα της σύλληψης, της προφυλάκισης, της δίκης, των νταραβεριών με τους συγκατηγορουμένους (ανάμεσά τους κι ένα από τ’ αδέρφια του), με το πώς προσπάθησε (και κατάφερε) να τραβήξει την ευθύνη πάνω του για να μην την πληρώσει άδικα ο αδερφός του, με την καταδίκη του σε θάνατο (τρις), τη μεταγωγή του στις φυλακές Αλικαρνασσού (στο Ηράκλειο Κρήτης), όπου τον βρήκε η μεταπολίτευση του ’74.
Το βιβλίο τελειώνει το ’75, ενόσω είναι ακόμα στην Αλικαρνασσό (στη συνέχεια άλλαξε αρκετές φυλακές και τέλος αποφυλακίστηκε το 1996).

Γλωσσικά
τσακαλαρία μια παρέα, μια τσακαλαρία παιδιά (46)
συμπλάκησαν (107)
μπαλντήρια γιατί έδειχνε τα μπαλντήρια της και τα απόκρυφα μέρη του σώματός της (113)
κωλογαμία Ο άνθρωπος ο σοβαρός / που έχει λίγο αξία / δεν πρέπει να μπερδεύεται / με την κωλογαμία (166)
ζόρι ζουρνά Ωχ, είπα από μέσα μου, τούτος εδώ άρχισε κιόλας το θέατρο και χωρίς να το θέλω, ζόρι ζουρνά, πάει να με φτιάξει κι εμένα θεατρίνο. (179)
χειροπιαστά με καλοσωρίσανε χειροπιαστά (= με χειραψία) (259)
μαγκίζω γιατί ο κύριος μάγκιζε κιόλας (268)

Μεταγλωσσικά
Δεν έδωσα σημασία και έσκυψα να γράψω ένα στίχο που προσπαθούσα να βρω την κατάλληλη λέξη και να δώσω το νόημα που ήθελα. (178)
«Ωραία», του λέω, «θα μου μάθεις και ορθογραφία που δεν ξέρω. Τουλάχιστον όταν γράφω κάτι, να το γράφω σωστά και ας είμαι αγράμματος. (...)» (193)
Συνήθως μου άρεσε η πεζογραφία του Κ. Βάρναλη και του Λουντέμη, και του Δ. Φωτιάδη που με τρέλαινε κυριολεκτικά το ύφος του. Και του Νίκου Καζαντζάκη. Από ποίηση διάβαζα τον Κ. Βάρναλη και τον Γιάννη Ρίτσο. (266)
Ξέρετε, εμένα μου αρέσει η γλώσσα η μαλλιαρή, η αληθινή και αγνή χωριάτικη γλώσσα. Δίχως πολλές μαλαγανιές και ψιλοκοσκινίσματα. Που η κάθε λέξη έχει ζουμί και νόημα. Γ’ αυτό και δεν προσπάθησα να αλλάξω την προφορά μου και τον τρόπο μου. (266)

Άλλα
Κύριε πρόεδρε, ο κατηγορούμενος Νίκος Κοεμτζής... μεταβλήθηκε σε ποιητή και συγγραφέα. Παριστάνει τον Τσέσμαν της Ελλάδας. (178)

Επίσης [με κατηγορούνε] ότι λήστεψα μαζί τους τη βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας και προσπαθήσαμε να κλέψουμε βιβλία του Ρουσσώ, που είχανε μεγάλη αξία. (184)

Προχωρήσαμε στη λεγόμενη εκκλησία. Λέω «λεγόμενη», γιατί δεν είδα τίποτα καντήλια και πολλές εικόνες. Αυτό που είδα ήτανε ένας επιτάφιος στολισμένος με λουλούδια και με την εικόνα του Χριστού και της Παναγίας. Η Αγία Τράπεζα ήτανε ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι. Είδα τον Χριστό στο σταυρό και τρεις-τέσσερις άλλες εικόνες, ένα κηροπήγιο και ένα-δυο άλλα που ανάβανε οι κρατούμενοι τα κεριά τους, δηλαδή το ένα ήτανε ένας μισοκομμένος τενεκές γεμάτος άμμο, και πίσω-πίσω ένας μεγάλος πάγκος. Αργότερα έμαθα ότι το θάλαμο αυτόν τον χρησιμοποιούσανε πότε για εργαστήριο, για να εργάζονται οι κρατούμενοι, πότε για κινηματογράφο, αν τύχαινε και φέρνανε οι φαντάροι καμιά ταινία, και πότε για εκκλησία. (...) Αφού έψαλε ο παπάς και τραγουδήσανε κι όλοι μαζί οι κρατούμενοι, βγάλανε τον Επιτάφιο και τον Εσταυρωμένο να τον φέρουνε γύρω μέσα στους διαδρόμους και στα κτίρια της φυλακής.
Βγήκαμε κι εμείς στο προαυλιάκι της εκκλησίας. (...) Συνεχίζαμε στο περπατητό να ακολουθούμε τον Επιτάφιο. Την πρώτη στάση την κάναμε στον προθάλαμο της φυλακής, τη δεύτερη μέσα στο μεγάλο προαύλιο. Αφού γυρίσαμε τον επιτάφιο στην εκκλησία, δυο κρατούμενοι τον σηκώσανε ψηλά πάνω από την πόρτα στα χέρια τους και ένας-ένας περάσαμε όλοι από κάτω. Αφού τελείωσε κι ο παπάς τη λειτουργία του, με ξαναχαιρετήσανε οι κρατούμενοι και μπήκανε στη φυλακή στο κεντρικό κτίριο. (210-211)

Διάβαζε πολύ και φιλοσοφούσε τη ζωή, την έβλεπε καθαρά, χωρίς θαμπάδες, σαν να είχε μπροστά του έναν καθρέφτη και τον μελετούσε. (75) Η αντίθετη αντίληψη περί καθρέφτη από εκείνην του απόστολου Παύλου στο «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι»

Τον αρχιφύλακα Καβαλλιεράκη τον είχα γλιτώσει στην Κέρκυρα από κάποιον μανιακό ψυχοπαθή κρατούμενο, ήτανε καλός άνθρωπος. Με έσωσε κι αυτός με τη σειρά του από βέβαιο μαχαίρωμα, αν όχι θάνατο, την τελευταία μέρα που ήτανε να αποφυλακιστώ από την Κέρκυρα. (158-159)

Και ο λαός με τη σειρά του με θεωρούσε και με φανταζότανε σαν ένα λεκέ ανάμεσά του, που μαγαρίζω τη ζωή και ασκημίζω κι αυτούς τους ίδιους. Αλλά δεν κρατώ καμιά κακία στο λαό, διότι ο λαός πάντα πιστεύει αυτά που ακούει και βλέπει. Ποτές δεν ασχολείται να ψάξει να βρει την πραγματική ρίζα του κακού και τη φύση του εγκληματία. (188) Πώς γίνεται βρε παιδί μου και ο «λαός» πάντα τη σκαπουλάρει, ό,τι κι αν κάνει, ό,τι κι αν πει!

Αμέσως ο λεγόμενος αιδεσιμότατος άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του, με αγκάλιασε και με φίλησε. Ωχ, είπα από μέσα μου... (...) Τότε μου άπλωσε το χέρι και ο δεύτερος, που ήτανε διάκος, ένα λεπτοκαμωμένο παπαδάκι. Όταν τον έπιασα, το χέρι του ήτανε πολύ μικρό και τρυφερό, λες κι ήτανε γυναικείο. Το λέω αυτό γιατί το χεράκι του χάθηκε μέσα στη χούφτα μου. Τον κοίταξα μέσα στα μάτια και κοκκίνισε σαν κορίτσι. Είπα από μέσα μου, ετούτος δω δεν θα ‘ναι σίγουρα παπάς, παρά παπαδοπούλα. Πέρασε αυτή η σκέψη από το μυαλό μου, γιατί πρόσεξα πως ο διάκος ήτανε πολύ όμορφος και τα γένια του ήτανε αραιά. Για να μην καρφωθώ το τι σκέφτηκα για το διάκο, γύρισα το βλέμμα μου στο μεγάλο τραγόπαπα (...) Δεν ξαναεμφανίστηκε ο τραγογένης. (178-181)

[για άλλον παπά] Αυτοί οι παπάδες μάλιστα, αξίζουν να τους εκτιμάς και να τους σέβεσαι. (211)

Δεν θα τον δικάζανε ισόβια το Γιώργη, αλλά έβρισε έναν πρώην βουλευτή και τον είπε μέσα στο δικαστήριο γερμανοπροδότη, που φορούσε κοντά παντελονάκια κι έκανε το διερμηνέα στους Γερμανούς. (176) Φορούσε κοντά παντελονάκια ο Μητσοτάκης;

Ήξερα πόσο ευαίσθητοι είναι οι Κρητικοί, και για να μην τους κακοκαρδίσω έπρεπε να τους φέρομαι ευγενικά αλλά και σταθερά, να μη λέω άλλα και άλλα να κάνω. (216)

Επίσης του είπα για τους δημοσιογράφους ότι αυτοί είναι ικανοί, και δεν θα διστάσουνε ούτε μία στιγμή, να ξεθάψουνε και τα θύματά μου ακόμα, που είναι νωπά, αρκεί να έχουνε περιεχόμενο να γράψουν και να κάνουνε ντόρο γύρω από το όνομά μου. (228)

[γιατρός 1] Την τέταρτη μέρα πήγα στο γιατρό της φυλακής γιατί με εμπόδιζε η σφαίρα που είχα στο πόδι μου και σκέφτηκα, μια και είχα περιθώρια, να πάω στο γιατρό να με στείλει στο νοσοκομείο να τη βγάλω. (...) Αυτός ο κερατάς όση ώρα μιλούσα έκανε πως κάτι μουτζούρωνε μπροστά του και δεν μου έριξε ούτε μια ματιά. (...) Τον είδα που πεισμάτωσε και αγρίεψε και μου είπε ότι δεν έχω ανάγκη νοσοκομείο γιατί δεν έχω τίποτα. Τότες κατέβασα το παντελόνι μου και του έδειξα το ερεθισμένο μου πόδι, που είχε πρηστεί, και το μολύβι της σφαίρας σχεδόν πιανότανε με το χέρι. Τότες άρχισε να με κοροϊδεύει φανερά πλέον και να ρωτάει το φύλακα νοσοκόμο της φυλακής: «Για έλα εδώ, νοσοκόμε. Εγώ δεν βλέπω καμιά σφαίρα. Βλέπεις εσύ τίποτα;» Ο νοσοκόμος δεν μιλούσε. Κι όλη αυτή την «εξέταση» την έκανε καθιστός πίσω από το γραφείο του, κι εγώ ήμουνα σε απόσταση δύο μέτρων από τη θέση του. (248-249)

[γιατρός 2] Αναγκάστηκα να πάω στο γιατρό της φυλακής. Του είπα σε τι κατάσταση βρισκότανε το πόδι μου και του το έδειξα. Μου υποσχέθηκε πως θα με στείλει στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο να μου τη βγάλουν τη σφαίρα. Τον ευχαρίστησα με ευγνωμοσύνη και επέστρεψα στο κελί μου. Περίμενα σαν το βόδι είκοσι μέρες και καμιά είδηση. (...) αναγκάστηκα να τον επισκεφτώ ξανά, γιατί ο πόνος ο συνεχής θα με τρέλαινε στο τέλος. (...) Αυτός και πάλι με υποδέχτηκε με πλατιά χαμόγελα και μαλαγανιές. (...) Μου είπε ότι (...) είχε κάποιο φίλο χειρούργο και θα του τηλεφωνούσε να πάμε το απόγευμα να μου τη βγάλει. (...) Περίμενα το απόγευμα να με φωνάξουν· δεν με φωνάξανε. (...) Δεν ξαναπήγα στο γιατρό (...) Έτσι πήρα την απόφαση να βγάλω τη σφαίρα μόνος μου. Πήρα ένα ξυράφι... (...) (261-262)

Κόντεψα να γίνω άρρωστος με το ασταμάτητο μπανιστήρι που έκανα. Πολλές φορές, εκεί που καθόμουνα στο κελί μου και διάβαζα ή τύχαινε να γράφω κάτι, άκουγα γυναικείες φωνές και δεν κρατιόμουν. Άρπαζα αμέσως τα κιάλια στο χέρι και τις μπάνιζα σαν κανένας άρρωστος μπανιστιρτζής. Μ’ έπιανε τέτοια λαχτάρα να γευτώ την ηδονή από μια γυναίκα που με παρέλυε ολάκερο και σταματούσε το μυαλό μου και δεν μπορούσα άλλο τίποτα να σκεφτώ. Λάβαινα όμως τα μέτρα μου μη με τσακώσει κανένας φύλακας που κάνω μπανιστήρι και ρεζιλευτώ. Δεν ήθελα να ξέρει κανένας τι μου συνέβαινε με αυτά που έβλεπα στα απέναντι σπίτια, με μερικές καλόκαρδες κοπέλες που τη στήνανε κι αυτές το ίδιο πίσω από το παράθυρό τους με την κουρτίνα και την κατάλληλη στιγμή μού κάνανε όλα τα σχέδια και τις κινήσεις του πόθου και της ηδονής. Αυτές, παρ’ όλο που ήτανε έξω ελεύθερες, είχανε αρρωστήσει πραγματικά και τους άρεσε πολύ να κάνουνε μόστρα ολόγυμνες. Αχ, πανάθεμά σας όμορφες και θερμόαιμες Κρητικοπούλες! Δεν θα ξεχάσω ποτές τα νούμερα και τα σχέδια που μου κάνατε. Ποτές δεν μου χαλάσατε χατίρι. Με αισθανθήκατε που είχα ανάγκη την παρουσία σας και θελήσατε να μου δώσετε τη χαρά της ηδονής έστω και από μακριά. Ώρα σας καλή όπου κι αν βρισκόσαστε. Εγώ πάντα θα σας θυμάμαι με ευχαρίστηση. (265-266)

Τα Χριστούγεννα του 1974 ήρθανε μέσα στη φυλακή και μας επισκεφτήκανε πολλοί νέοι του Ηρακλείου, φοιτητές, μαζί με το καλλιτεχνικό συγκρότημα του νυχτερινού κέντρου Αριάδνη, για να μας ψυχαγωγήσουνε. Την πρωτοβουλία για την επίσκεψη αυτή την είχανε αναλάβει πρώην πολιτικοί κρατούμενοι. Αυτό έγινε για πρώτη φορά στην Ελλάδα...(...) Είδανε και οι παπάδες πώς μας φερθήκανε οι πολιτικοί και οι φοιτητές και, για να μην υστερήσουνε κι αυτοί, μαζεύτηκε ο φιλανθρωπικός και χριστιανικός όμιλος με κάποιον καθηγητή της θεολογίας και μας ήρθανε δυο φορές. Τη δεύτερη φορά που ήρθανε έβγαλε μια βρόμα η υπηρεσία, ότι δήθεν κάποιος κρατούμενος την ώρα που παίζανε το θέατρο τα κορίτσια από το χριστιανικό όμιλο, τους έδειξε τα γεννητικά του όργανα. Και κατηγόρησαν ένα παιδί που το είχανε φέρει από τις φυλακές ανηλίκων. Από ό,τι έμαθα αργότερα, αυτό ήτανε καθαρή σκευωρία της υπηρεσίας για να σταματήσουν να έρχονται μέσα στη φυλακή οι πολίτες και να μας ψυχαγωγούνε, και να μας βλέπουν σαν παιδιά αδικημένα και παραστρατημένα. (222-224)

«Κατεχόμενος όπως όλοι οι Έλληνες από αγανάκτηση κατά της εισβολέως Τουρκίας εις την Κύπρο, θέτω τον εαυτόν μου εις την διάθεσιν του Γενικού Επιτελείου Στρατού για οποιαδήποτε επικίνδυνη αποστολή, ως και αυτοκτονίας ακόμα. (...)» (219) Αυτό το είχε εφαρμόσει και ο Στάλιν (φαντάζομαι και πολλές άλλες κυβερνήσεις) με τους τροφίμους του γκουλάγκ (τότε που αν αργούσες μισή ώρα να πας στη δουλειά στο εργοστάσιο έτρωγες πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα). Τους έστελνε στα ναρκοπέδια των Γερμανών για ν’ ανοίγουν δρόμο για το στρατό από πίσω. Είχαν φυσικά ελαχιστότατες ελπίδες να βγουν ζωντανοί.

Πριν τρεις μήνες είχαν εκτελέσει στην Αλικαρνασσό κάποιο θανατοποινίτη ονόματι Λυμπέρη, που είχε κάψει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και δεν τους πολυάρεσε να φέρνουνε στη φυλακή τους θανατοποινίτες. (159) Αυτός υπήρξε ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε. Το έγκλημα είχε γίνει τότε πρωτοσέλιδο, το θυμάμαι καλά. Επιπλέον, έτυχε να γνωρίζω την αδερφή του (που δεν είχε βέβαια καμία σχέση).


Το βιβλίο τελειώνει ως εξής:
Όταν ήμουνα στην απομόνωση, στο κελί του μελλοθανάτου, έκανα πολλές φορές την ερώτηση αυτή στον εαυτό μου, αν πράγματι είμαι παράνομος και κακοποιός. Και είδα ότι, όσες φορές έκανα την παρανομία, μου το επιβάλανε να το κάνω οι συνθήκες της ζωής.
Γιατί κακός γίνομαι μόνο όταν με ενοχλήσουν οι άλλοι και πάντα αμύνομαι σαν το άγριο ζώο. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με κυριεύει όταν τύχει και νιώθω ότι με αδικούν. Γίνομαι τρομερά νευρικός και νιώθω το πρόσωπό μου να μουδιάζει ολάκερο, σαν να μην είναι δικό μου. Επίσης τα μάτια μου τα νιώθω σαν να πετάνε διακεκομμένες φωτιές.
Εκείνη τη στιγμή, αν μου αντισταθείς, κινδυνεύεις να σου επιτεθώ. Αν μου πεις ένα συγγνώμη ή μια γλυκιά κουβέντα και την πας πάσο, με αφοπλίζεις αμέσως από αυτό το κακό δαιμόνιο που με κυριεύει, και απάνω σε ένα λεπτό της ώρας τα ξεχνάω όλα και γίνομαι πάλι φυσιολογικός άνθρωπος.
Δεν ξέρω να το εξηγήσω πού οφείλεται αυτό. Πώς γίνεται απότομα να μου ανεβαίνουν τα νεύρα και απότομα να μου κατεβαίνουν, μόλις δεν βλέπω αντίδραση στον αντίπαλό μου. Ευτυχώς που το έχω αντιληφθεί αυτό το κακό δαιμόνιο· μόλις δω να τεντώνουν τα νεύρα μου και αρχίζει να μουδιάζει το πρόσωπό μου, κάνω μεταβολή και φεύγω σαν κανένα κυνηγημένο ζώο, και κλείνομαι μόνος μου μέχρι να ηρεμήσω. (269)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

re si file pos mporo na vro to vivlio ayto