Είμαι στην Πρέβεζα με τη γυναίκα μου. Πάμε σ' ένα μαγαζί να φάμε, εκεί στην παλιά πόλη. Βράδυ, Φλεβάρης. Καθόμαστε, παραγγέλνουμε. Δίπλα μας δυο κοπέλες καπνίζουν αρειμανίως. Τι να κάνεις; μόκο. Ξένη πόλη. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή η γυναίκα μου βγαίνει έξω (τζαμαρία είχε) να καπνίσει. Τη βλέπουν το παιδί και ο ταβερνιάρης. Κάτι λένε μεταξύ τους. Κοιτάνε εμένα, που παραμένω καθιστός μέσα στο μαγαζί, σε επαφή με τη τζαμαρία. Τελικά, το παιδί βγαίνει έξω και, περνώντας δίπλα μου, μου ρίχνει μια απολογητική ματιά. Ταυτόχρονα, ο ταβερνιάρης έρχεται σε μένα και μου διευκρινίζει γεμάτος συντριβή ότι συγνώμη, δεν υπάρχει πρόβλημα, η κυρία μπορεί άνετα να καπνίσει μέσα στο μαγαζί. Του λέω, ναι, απλώς εμείς το κάνουμε αλλιώς. Μου λέει ότι το μέτρο θα αρχίσει να εφαρμόζεται 'από αύριο' (sic), αλλά προς το παρόν τους αφήνουν ήσυχους. Του λέω ότι ναι, ξέρω, ξέρω, κι ότι γι' αυτό είμαστε λαός για φτύσιμο. Κωλώνει, μου λέει ότι αυτός δεν το βλέπει έτσι. Του επαναλαμβάνω το ίδιο, ότι είμαστε λαός για φτύσιμο, εκμεταλλευόμενος το ότι δεν θα μου απαντήσει όπως θα ήθελε, καθότι είμαι πελάτης. Μου λέει ότι δε γίνεται, ο κόσμος έχει συνηθίσει έτσι, κλπ. Του λέω ότι οι ξένοι βγαίνουν έξω. Μου λέει ότι "μα αυτοί το έχουν μάθει από πέντε χρονώ"! Σουρεαλιστικό επιχείρημα. Τέλος πάντων, του λέω: "και οι Τούρκοι;" Μου λέει, "Ε ναι, οι Τούρκοι..." Δεν ξέρει τι να πει. Ταυτόχρονα ξαναμπαίνει στο μαγαζί το παιδί, αφού πείστηκε ότι η γυναίκα μου καπνίζει οικειοθελώς έξω, και όχι από φριχτή παρεξήγηση...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου