Τετάρτη, Μαρτίου 25, 2009

Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας (Holton, Mackridge, Φιλιππάκη-Warburton), 01

Γράφει στη σελ. 3 (Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton):

 

1.1 ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΩΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΤΕΜΑΧΙΑ

Το φωνολογικό σύστημα της Ελληνικής αποτελείται από τα παρακάτω διαφοροποιημένα τεμάχια ή φωνήματα:

(α) Σύμφωνα

     p, t, k, f, θ, x, v, δ, γ, s, z, l, r, m, n

(β) Φωνήεντα

     i, e, a, o, u

Καθένα από τα παραπάνω φωνήματα είναι δυνατόν να αντιστοιχεί σε περισσότερες από μία πραγματικές προφορές, δηλ. σε περισσότερες από μία διαφορετικές παραλλαγές ή αλλόφωνα, ανάλογα με τους περιβάλλοντες φθόγγους, οι οποίοι είναι δυνατόν να το επηρεάζουν με ποικίλους τρόπους. Τα φωνήματα τοποθετούνται σε πλάγιες καθέτους //, ενώ οι παραλλαγές ή αλλόφωνα τοποθετούνται σε ορθές αγκύλες [].

Φώνημα     Αλλόφωνο       Παραδείγματα

/p/:              [p]                [po’δi] πόδι, [ka’pu] κάπου

                    [b]                [bo’ta] μπότα, [ka(m)ba’na] καμπάνα

Το σύμφωνο [p] είναι άηχο διχειλικό στιγμιαίο. Απαντά σε όλα τα περιβάλλοντα εκτός αν βρίσκεται μετά από έρρινο. Μετά από ένα έρρινο προφέρεται ως [b], δηλ. ως ηχηρό διχειλικό στιγμιαίο, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στη λέξη καμπάνα. Ωστόσο, είναι δυνατόν να απαντά και χωρίς το έρρινο, όπως στη λέξη μπότα, και σ’ αυτή την περίπτωση έρχεται σε αντίθεση με το άηχο [p]. Όμως, ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις το [b] μπορεί να αναλυθεί ως αποτέλεσμα του συνδυασμού ενός έρρινου με το [p]. Ο συνδυασμός αυτός δίνει απλό [b] στην αρχή της λέξης, ([bo’ta] μπότα), ή έρρινο + b στο μέσο της λέξης. Το ίδιο το έρρινο είναι δυνατόν να καταστεί ασθενές ακόμα και στο μέσο της λέξης και να καταντήσει ένα χαρακτηριστικό προερρινοποίησης [mb] ([e’mboros] έμπορος) ή ακόμα και να εκλείψει τελείως ([e’boros]).

Αντίστοιχα πράγματα λέει για τα αλλόφωνα του /t/ ([t] και [d])και του /k/ ([k], [g], [k’] και [g’]).

Στο δε Γλωσσάρι γραμματικών όρων, σελ. 488, λέει:

φώνημα: η ελάχιστη μονάδα του φωνολογικού συστήματος μιας γλώσσας· ένας φθόγγος αναγνωρίζεται ως ξεχωριστό φώνημα όταν με τη χρήση του στη θέση ενός άλλου φθόγγου δημιουργείται μια διαφορετική λέξη (το ζεύγος [ko’ri], [xo’ri] δείχνει ότι το /k/ είναι ξεχωριστό φώνημα από το /x/· κάθε φώνημα μπορεί να πραγματώνεται με μία ή περισσότερες φωνητικές παραλλαγές, οι οποίες ονομάζονται αλλόφωνα)

Στα παραπάνω, έχω 2 απορίες:

1) χρησιμοποιεί τον όρο ‘φθόγγος’ χωρίς να τον ορίζει στο Γλωσσάρι, και με σημασία διαφορετική από του αλλοφώνου, που ωστόσο υιοθετεί έμμεσα στη σελ. 6, όπου λέει: “Ο φθόγγος [s] αποτελεί τη μοναδική πραγμάτωση του φωνήματος /s/. Είναι άηχο οδοντικό συριστικό σύμφωνο.” Σα να έλεγε δηλαδή “το αλλόφωνο [s]…”

2) Δεν καταλαβαίνω γιατί το μεν ζεύγος [ko’ri], [xo’ri] δείχνει ότι το /k/ είναι ξεχωριστό φώνημα από το /x/, τα δε ζεύγη [papa’ki], [baba’ki] ή [pi’ra] [bi’ra] κλπ. δεν δείχνουν ότι το /p/ είναι ξεχωριστό φώνημα από το /b/, αλλά ότι το [b] είναι, μαζί με το [p], αλλόφωνα του /p/.

2 σχόλια:

opoudjis είπε...

Το αλλόφωνο το λέμε για να τονίσουμε ότι κάποιος φθόγγος υπάγεται στο ίδιο φώνημα, και μάλιστα ότι δεν είναι ο «κανονικός» φθόγγος του φωνήματος. Αλλά κάθε αλλόφωνο είναι φθόγγος. Ο λόγος που αοριστίζεαι είναι πως στη διδαχή της φωνητικής, συνήθως ξενικάνε από το φώνημα κι όχι από τον πρωτογενή φθόγγο· και το allophone λέγεται πολύ πιο συχνά από το phone αγγλιστί.

Το ζεύγος [babaci] ~ [papaci] βέβαια *δεν* δείχνει πως το [b] και το [p] είναι αλλόφωνα, και εδώ μπαίνει το ζήτημα ότι τις επιλογές της φωνολογίας τις ορίζουν και μορφοφωνημικοί και ιστορικοί παράγοντες. Αν προφέρεις το /m/ στο [tom batera], φαίνεται αυτό που λένε. Αν δεν το προφέρεις, όπως σημειώνουν, γίνεται πιο αμφιλεγόμενο.

Costas N. Kouremenos είπε...

Ευχαριστώ πολύ, αγαπητέ!