Ο ιεροηγούμενος Διονύσιος συλλαμβάνεται το καλοκαίρι του 1942 για υπόθαλψη Βρετανού στρατιώτη στη Μυτιλήνη (όπου η μονή Λειμώνος της οποίας καθηγούνταν) και καταδικάζεται από γερμανικό στρατοδικείο σε 10ετή κάθειρξη, μαζί με άλλους Μυτιληνιούς. Το Νοέμβρη του 1942 μεταφέρονται στο στρατόπεδο Παύλου Μελά της Θεσσαλονίκης, όπου γίνονται μάρτυρες της αποστολής των Εβραίων της πόλης στα στρατόπεδα θανάτου της Πολωνίας και της Γερμανίας, το 1943. Την άνοιξη του 1944 στέλνεται και ο ίδιος, μαζί με τους άλλους, προς την Αυστρία, σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, καθώς αρνήθηκε να εξαιρεθεί, όπως θα μπορούσε χάρη στις ενέργειες του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Στις 6 Απριλίου 1945 γίνεται αιματηρή επέμβαση των ΕςΕς στο στρατόπεδο όπου βρισκόταν, όταν, μπροστά στην επερχόμενη άφιξη των Σοβιετικών, το συμβούλιο του αυστριακού στρατοπέδου αποφάσισε ν' αφήσει ελεύθερους τους κρατουμένους να φύγουν προς όποια κατεύθυνση ήθελαν, πράγμα που προκάλεσε τη μήνι των αυθεντικών ναζιστών κι έτσι επενέβησαν, εκτελώντας μάλιστα και το διευθυντή του στρατοπέδου.
Ο Διονύσιος γλιτώνει από το μακελιό και μεταφέρεται στη φλεγόμενη Γερμανία, όπου παραμένει μαζί με δεκάδες άλλους μέσα σε μια παράγκα της Βαβαρίας, αφουγκραζόμενος από μέσα τις μάχες Γερμανών και Αμερικανών που μαίνονται έξω, ώσπου απελευθερώνονται από τους Αμερικανούς στις 3-5 Μαΐου 1945.
Καλογραμμένη μαρτυρία, σε απλοελληνική, με χιούμορ και με τη χαρακτηριστική χριστιανική πινελιά, που διανθίζει το κείμενο με βιβλικές και άλλες χριστιανικές και υμνογραφικές ρήσεις και που ευχαριστεί το Θεό γιατί σώθηκε, χωρίς να προβληματίζεται που άλλοι δεν σώθηκαν, καθότι "άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου".
Πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δαμασκός το 1949 και η έκδοση που διάβασα εγώ είναι η 6η, από την Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Βυτουμά Καλαμπάκας.
Ο συγγραφέας έγινε μητροπολίτης Λήμνου το 1951 και από το 1959 ως το θάνατό του το 1970 μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών. Μεταξύ άλλων συνέγραψε το εξαιρετικά ενδιαφέρον ανθολόγιο "Ανατολικός Ορθόδοξος Μοναχισμός κατά τα Πατερικά κείμενα", σε δύο τόμους (1968), με αυθεντικά αποσπάσματα γύρω από το θέμα, σε πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση δική του (επανέκδοση από την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού, Κέρκυρα 2003).
Κομμάτια που υπογράμμισα
Μου βγάζουν το ράσο. Ύστερα και το αντερί. Με αφήνουν με τα ματωμένα εσώρρουχα. Με δέρνουν, με κοροϊδεύουν, με βρίζουν. Ό,τι κακό έχουν ακούσει για έναν οποιονδήποτε κληρικό, μου το φορτώνουν επάνω μου. "Κάνεις αυτό... κάνεις εκείνο...". Χείμαρρος οι αισχρολογίες που με κατακλύζουν. (σ. 43)
Ύστερα πάλι μόνος, στο θεοσκότεινο μπουντρούμι. "Ουαί τώι ενί". (σ. 43)
-Προσευχή! τους λέω. "Προσευχή τώι μεν Ιωνάι το κήτος οίκον εποίησεν, τον δε Εζεκίαν εκ των πυλών του θανάτου προς ζωήν επανήγαγε, τοις δε τρισί νέοις εις πνεύμα δροσώδες την φλόγα έτρεψε". (σ. 44)
--Τεός, ντεν έκει Τεός! Να Τεός! Και μου δείχνει το κάδρο του Χίτλερ. Μ' όλο μου τον πόνο δεν βάσταξα κι εγώ:
--Θεός υπάρχει, του λέω, και θα 'ρθη η ώρα που θα ζητήσετε το έλεός Του. (σ. 46)
Πάω να του μιλήσω [του Διοικητή της Γκεστάπο] και γυρίζει το πρόσωπό του αλλού. --Δε θέλει, λέει ο ...κ. Λόχνερ [ο διερμηνέας] γελώντας σαρκαστικά, να τον κοιτάζης όταν του μιλάς, μην πετούν τα σάλια σου τα βρώμικα επάνω του. (σ. 46)
Κάνω κι εγώ το ίδιο, και γράφω [στον τοίχο του κελιού]: "Τον αθλητήν το στάδιον, τον κυβερνήτην ο χειμών, τον στρατηγόν η παράταξις, τον μεγαλόψυχον η συμφορά, τον δε Χριστιανόν ο πειρασμός δοκιμάζει". (σ. 48)
Πίσω ο Άθως με το γιγάντιο ανάστημά του. "Διάδημα αδαμάντινον την κορφήν σου στέφει. Ασπάσεται η θάλασσα τις άκρες των ποδών σου". Έχουν και οι κατάδικοι αναμνήσεις. (σ. 64)
Δυο κόσμοι. Ο κόσμος που "χαίρει μετά χαιρόντων και κλαίει μετά κλαιόντων". Κι ο κόσμος που έχει ως αρχή του: "Εγώ ας είμαι καλά και δεν με μέλει για κανέναν άλλο". (σ. 64)
Μήπως έτσι αγνώριστη δεν γίνεται και η αμαρτωλή ψυχή, όταν δεχθή τη ζωογόνα πνοή του Χριστού; (σ. 65)
Χθες, κάποιοι έφαγαν μανταρίνια, και τις φλούδες τις πέταξαν στα ουρητήρια. Ένας τις άρπαξε στη στιγμή, τις έπλυνε λίγο στη βρύση και τις έφαγε! (σ. 65)
"Μιμνήσκεσθε των δεσμίων ως συνδεδεμένοι" (σ. 66)
Στο 'να χέρι βαστούσαν αλυσίδες, στ' άλλο το όπλο -- ο Θεός τους. (σ. 67)
--Διώχνουν τους Εβραίους, μας λέει σιγά. (...) Κακόμοιροι Εβραίοι! Θα γράψετε καινούργια "Έξοδο". Τι αντίθετη όμως απ' την πρώτη! Εκείνη ήταν πορεία προς την ελπίδα. Από τη γη της μαύρης σκλαβιάς προς τη Γη της Επαγγελίας. Τώρα; Πορεία προς τον Γολγοθά... (σ. 67)
...το μυστήριο του Μεγάλου Πονεμένου [το Θείο Δράμα] (σ. 69)
Μήπως δεν κάναμε ό,τι έπρεπε για να κυλήσωμε απ' τις ψυχές μας το βράχο της αμαρτίας, κι εξακολουθεί να μένη νεκρός ο Χριστός από κάτω; (σ. 70)
Με πολλά τρεχάματα και μέσα, και, κυρίως, πληρώσας δώρων την δεξιάν αυτών, πέτυχε και ο Ανδρέας να πάρη αναστολή. (σ. 75)
Δόξα να 'χη ο καλός Θεός, που, κάθε λίγο και λιγάκι, κοντά στις πίκρες μάς στέλνει και χαρές. Σήκωσε πια τα χέρια η Ιταλία. Συνθηκολόγησε άνευ όρων. Οι Ιταλοί συλλαμβάνονται από τους συμμάχους των. Αφοπλίζονται και κλείνονται σε στρατόπεδα. (σ. 75)
"Καπνός ήν και διελύθη. Πομφόλυγες ήσαν και διερράγησαν. Αράχνη ήν και διεσπάσθη". (σ. 76)
Πάλι κλούβες και πέταλα. Αυτή τη φορά όμως δεν παίρνουν. Φέρνουν. Κουβαλούν τους χρηματιστές "συν γυναιξί και τέκνοις". Δεν ξέρω τι κόλπα λένε πως έκαναν στο Χρηματιστήριο για να ανεβάζουν τη λίρα. (σ. 79)
Β...Δ. και Β...Α. πατέρας και γιος. Μα οι άνθρωποι με την πέτρινη καρδιά αρνήθηκαν την ύστατη χάρι που ζήτησε ο πατέρας: Να τους δέσουν μαζί για να μαρτυρήσουν τουλάχιστον ενωμένοι. (σ. 91)
Εξήντα και εβδομήντα άνθρωποι έχουν μια μόνο βούτα --φορητό αποχωρητήριο,-- και σε λίγο γεμίζει. Ύστερα, χάμω στο πάτωμα! (σ. 93)
"Πιστός ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ό δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τώι πειρασμώι και την έκβασιν τού δύνασθαι υμάς υπενεγκείν". (σ. 94)
Άλλο πάλι και τούτο. Ανακριτής, δικαστής κι εκτελεστής. (σ. 95)
Ένας άνθρωπος με σαγόνια στραβωμένα, δόντια βγαλμένα, χείλη σχισμένα, μύτη στραπατσαρισμένη, μάτια κλεισμένα απ' τις γροθιές, πρόσωπο μελανιασμένο και κεφάλι καταματωμένο. Μισοσκοτωμένος ή μάλλον σκοτωμένος. Νεκρός άταφος. (σ. 96)
Να τους εγκαταλείψω σε τούτες τις φοβερές ώρες; Και τι θα πουν μόλις ιδούν πως εγώ ξεφεύγω από τον κοινό δρόμο του μαρτυρίου; Αν σταθή κανείς μπροστά μου και με ρωτήση: "Ε, πάτερ, πού τα φόρτωσες όλ' αυτά που μας έλεγες κάθε Κυριακή για αγάπη και γι' αυτοθυσία", εγώ τι θα του αποκριθώ; (σ. 100)
Την νύχτα την περνώ γράφοντας ευχαριστήρια γράμματα. Πρώτα στους ιεροκήρυκες της Αδελφότητος της "Ζωής". Γιατί πρώτοι αυτοί αψήφησαν τους κινδύνους, και μας ήρθαν κοντά μας και δημιούργησαν αυτή την χριστιανική κίνησι, που τόσο ανεκούφισε τους φτωχούς του Στρατοπέδου. (σ. 102)
Εδώ λήγει η βασιλεία του δραγουμάνου. Δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τον δυστυχή στο θρόνο του, ούτε το δακτυλίδι που χάρισε στον αρχιγκεσταπίτη, ούτε οι... πολύτιμες υπηρεσίες του. Τον πήρε σβάρνα κι αυτόν η δική μας η τύχη και τον έκανε κατάδικο και μάλιστα ισοβίτη. (σ. 107)
Δεν καταλαβαίνουν [μερικοί απ' τους δικούς μας] πως αυτό [το να του κόψουν μαλλιά και γένια, ίσως και να του βγάλουν τα ράσα] είναι τιμή μάλλον παρά ύβρις για την Εκκλησία μας. Και τιμή μεγάλη μάλιστα. Να παίρνη κι αυτή πάντα μέρος στο σήκωμα του σταυρού της Πατρίδος. Και να μη λείπη ποτέ από το πλευρό των δοκιμαζόμενων παιδιών της. (σ. 108)
[Δύο κατάδικοι γράφονται άρρωστοι, για ν' αποφύγουν τη δουλειά. Το μεσημέρι, οι καραβάνες είναι λιγότερες κατά δύο] --Σωστές είναι οι καραβάνες, μεταφράζει ο δραγουμάνος. Στους αρρώστους απαγόρευσε ο γιατρός το φαγητό. (σ. 114)
Εγώ έπαθα, αν μπορή να πη κανείς τη λέξι για την περίπτωσί μου, ψύχωσι με το Ευαγγέλιο. Ποτέ δεν πέφτει απ' τα χέρια μου. Δεν το χορταίνω. Όσο το διαβάζω, τόσο και περισσότερο τ' αγαπώ. Χρυσωρυχείο! Όσο πιο βαθιά σκάβεις, τόσο και περισσότερο χρυσάφι βρίσκεις. (σ. 116)
Έτσι αλυσοδεμένους μας οδηγούν στο σταθμό. Περνούμε απ' την αγορά. Ο κόσμος παρακολουθεί με περιέργεια. Αυτό θα 'ναι, λέω, πιο πολύ για μένα, που θα τους παραξενεύη το ιερατικό μου σχήμα. Από συνοδείες θα έχη χορτάσει το μάτι τους, αφού όλη τους η χώρα έχει μεταβληθή σε απέραντο κάτεργο. (σ. 117)
Μας λέει και νέα. Απόβασι στη Νορμανδία. Επιτυχίες μεγάλες των Συμμάχων στη Δύσι και στην Ανατολή. (σ. 119)
Μας μετρούν το ανάστημα. Μας ζυγίζουν, --στη Βιέννη 66 κιλά γυμνός, σήμερα, με τα ρούχα και την τσοκαρία, 51. Μας παίρνουν στοιχεία της ιδιωτικής μας ζωής και μας διαβάζουν τον κανονισμό. Ζητούν τυφλή υπακοή, γιατί, διαφορετικά, έχει και στρατόπεδο S.S. (σ. 124)
Ο φύλακας, όπως μας είπαν σήμερα στον περίπατο, έχει τραυματισθή στην Κρήτη και είναι φοβερά μισέλληνας. Δέρνει, κλωτσά και χτυπά άσχημα τους δικούς μας.
Μας δίνουν και δουλειά. Καμουφλάζ. Σ' ένα χορταρένιο σχοινί περνούμε, κάθε δυο δάχτυλα απόστασι, κι ένα φύλλο καλαμποκιού. Ο καθένας μας πρέπει να βγάλη 74 ως 100 μέτρα, κι έτσι αγωνιζόμαστε όλη την ημέρα. (σ. 125)
--Κίρχε! φωνάζει ο καθαριστής (...) Παρακολουθούμε ευλαβικά την καθολική λειτουργία. (σ. 126) [Σ.σ.: εδώ θα τον μεμφθούν οι αντιοικουμενιστές μας, ότι παρακολούθησε με ευλάβεια Καθολική Λειτουργία...]
Οι χριστιανικές αρετές της ευποιίας και κοινωνίας είναι, φαίνεται, άγνωστα πράγματα για τον ψυχρό τούτον κόσμο. Τις έκαψε και τις ξέρανε ο καταραμένος λίβας του ναζισμού. (σ. 127)
"Πόθεν πόλεμοι και μάχαι εν υμίν; ουκ εντεύθεν, εκ των ηδονών υμών των στρατευομένων εν τοις μέλεσιν υμών;" (σ. 128)
Μα δε μπορεί, θα 'ρθη η ευλογημένη μέρα, που, εδώ και τόσους αιώνες, την προείπεν ο Ησαΐας, και που οι άνθρωποι "κατακόψουσι τας ρομφαίας αυτών εις άροτρα και τα δόρατα αυτών εις δρέπανον, και ουκέτι μη αντάρηι έθνος επί έθνος ρομφαίαν, και ουκέτι μη μάθωσι πολεμείν. Και αναπαύσεται έκαστος υποκάτω της αμπέλου αυτού, και έκαστος υποκάτω συκής αυτού, και ουκ έσται ο εκφοβών" (σ. 128)
Ένας μόνο δεν μένει ασυγκίνητος στον πόνο μας. Αυτός μόνο μάς προσέχει εδώ. Και σ' Αυτόν καταφεύγουμε σε τέτοιες στιγμές. Αυτός απλώνει στοργικά επάνω μας το θεϊκό Του χέρι, μας χαϊδεύει, μας σφουγγίζει τα δάκρυα, μας γλυκαίνει τον πόνο, και, πολλές φορές, τον εξαλείφει ολότελα. Και το είδα σήμερα τούτο, ολοφάνερα. Όταν ήρθε το πρωί ο φύλακας να με πάρη στη δουλειά, ήμουνα καλά. (σ. 133)
Δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα και πέθαναν εδώ μέσα, στα ξένα, χωρίς περιποίησι, χωρίς περίθαλψι. Χωρίς εξομολόγησι και αγία Κοινωνία. Και τους θάβουν έτσι άφτιαχτους κι άκλαυτους κι αδιάβαστους. Και πεθαίνουν τώρα, στη χαραυγή του λυτρωμού! Τι κρίμα! Αλλά πάλι, "κριμάτων σου αβύσσους τίς εξιχνιάσει, ψυχοσώστα σωτήρ μου"! (σ. 139)
Δευτέρα: Το πρωινό είναι πάντα το ίδιο και το ξέρεις:
Μέλας ζωμός από καβουρδισμένα βαλανίδια. Το μεσημέρι, πέντε-έξι κομμάτια καρότα μέσα σ' έναν πολύ αραιό χυλό από καστανάλευρο. Και το βράδυ το ίδιο πάντα: 4-5 βραστές πατάτες ίσαμε καρύδια, μ' ένα κατσαρόλι βρασμένο νερό, --σούπα. Πότε-πότε, οι πατάτες, δεν ξέρω με ποιες ταχυδακτυλουργίες των μαγείρων και των καθαριστών, από πέντε γίνονται τρεις.
Τρίτη: Αραιός χυλός με καστανάλευρο, με 2-3 πρέζες γάλα μέσα, για μυρωδιά.
Τετάρτη: Λιωμένη κολοκύθα, που μήτε τα γουρούνια δεν την πιάνουν στο στόμα τους.
Πέμπτη: Το φαγητό της Δευτέρας, και μέσ' στη σούπα ένα ελάχιστο κομματάκι κρέας.
Παρασκευή: Ακριβής και πιστή επανάληψι του μενού της Τρίτης.
Σάββατο: Χυλός από σκουποσποράλευρο.
Κυριακή: Της Τετάρτης, με το κρεατάκι της Πέμπτης. Κυριακή και Σάββατο βράδυ, για να μην ανησυχούν οι κύριοι φύλακες, ξηροφαγία. Λίγο τυρί, που, όπως λέει κι ο μπαρμπα-Στέλιος, πήγαν στο ζωολογικό κήπο και το 'ριξαν στις μαϊμούδες, αυτές όμως μόλις το μυρίστηκαν γύρισαν, κοίταξαν θυμωμένες και το πέταξαν.
Το ψωμί! Αυτό δα κι αν είναι. 200 γραμμάρια το εικοσιτετράωρο, και δεν έχει το ευλογημένο διόλου σιτάρι. Τα 50%, κατά που λεν αυτοί που δουλεύουν στον φούρνο, είναι αγριοκαστανάλευρο. Τα 30% πατατάλευρο, 2% ξυλάλευρο και τ' άλλα 18% σικαλάλευρο. Γι' αυτό, κι όταν το τρώτε δεν καταλαβαίνετε τίποτε. Φέρνει και λίγον κοιλόπονο. Εξασφαλίζεις λοιπόν πάχυνσι 100% ή όχι; (σ. 140-141)
[Τι έγινε] Η ειρήνη αυτή, η τήι δικαιοσύνηι και ευσεβείαι σεμνυνομένη; (σ. 143)
Όταν ακούση αυτός ο άνθρωπος γκρίχεν, δαιμονίζεται. (σ. 146)
Άλλη πάλι τούτη η ένδειξι αγάπης και προστασίας του Θεού. Στο πρόσωπο ενός Γερμανού. Είναι ένας αγριάνθρωπος που όλη την ώρα μαλώνει και δέρνει. Είναι και άθεος, και δεν έχει καμμιά ευλάβεια προς την Εκκλησία. Αυτό το θηρίο στέλνει ο Θεός και με βοηθά. (σ. 148)
Εδώ και μερικές μέρες [Σ.σ.: 5 Μαρτίου 1945] παρατηρείται κάποιο ξεχαρβάλωμα στη δουλειά και μεγάλη στενότητα στα τρόφιμα. Εκτός απ' τις δυο μέρες τη βδομάδα, που δε δουλεύουμε, γιατί σταματά από έλλειψι κάρβουνων το εργοστάσιο του ηλεκτρισμού, είναι αδύνατο, μια και δυο φορές κάποτε την ημέρα, να μη σταματήση η δουλειά γιατί κόβεται το ρεύμα. (σ. 149)
Σκελετοί είμαστε. Απαράλλακτοι μ' εκείνους που μεταχειρίζονται στα σχολεία για το μάθημα της ανθρωπολογίας. (σ. 151)
Τα βλέπω [τα κάτασπρα πουλιά των Αγγλοαμερικάνων] να εφορμούν, όπως τα γεράκια. Αρχίζει το κακό. Οι βόμβες πέφτουν σαν χαλάζι. (...) Η καρδιά χτυπά δυνατά. Θυμούμαστε τους καταδίκους της φυλακής του Γκράτσι, τους καταδίκους της φυλακής της Βιέννης που θάφτηκαν κάτω απ' τα ερείπια, στους βομβαρδισμούς. (σ. 153)
Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από κόσμο σαστισμένο, κόσμο ξετρελαμένο από τον τρόμο. Άντρες σακατεμένοι και γέροντες. Γυναίκες με παιδιά στην αγκαλιά, κρατώντας μπογαλάκια. Στρατιώτες κατατρομαγμένοι κυριολεκτικά. Χωρίς εξάρτυσι και οπλισμό. Αξιωματικοί στραπατσαρισμένοι. Χωρίς πιστόλια κι αυτοί. Φορτωμένοι με γυλιό. Όλοι τραβούν για μέσα. Αυτονών η υποχώρησι είναι χιλιάδες φορές χειρότερη απ' τη δική μας, του 1941.
[6 Απριλίου 1945] Τις συγκινητικές τούτες σκηνές τις παρακολουθούν με κάποια σαστιμάρα ο Διευθυντής με τον Υποδιευθυντή, κι όλοι σχεδόν οι φύλακες. Αυτά τα αιμοβόρα θηρία, ως δια μαγείας, έχουν μεταβληθή σε άκακα αρνία. Μας χαρίζουν πλούσια μειδιάματα, ανταλλάσσουν χειραψίες μαζί μας. Μας δίνουν κι ευχές ακόμα. Κι εμείς --η χαρά της λευτεριάς μάς κάνει τόσο μεγαλόψυχους-- λησμονούμε όλα τα κακά που μας έκαναν. Τους χαιρετούν γελαστοί ως και οι πιο μνησίκακοι και εκδικητικοί. (σ. 159)
--Ο Διευθυντής, μου απαντά, πήρε διαταγή να μας μεταφέρη στη Βαυαρία. Παρ' όλες όμως τις προσπάθειές του δεν μπόρεσε να βρη μεταφορικά μέσα. Όλα μεταφέρουν τον στρατό που υποχωρεί. Τότε εκάλεσε τον Διοικητή, που είναι άνθρωπος του κόμματος, και τους άλλους μεγάλους, σε σύσκεψι. Κι' ύστερα από πολλές συζητήσεις κατέληξαν στην απόφασι να μας απολύσουν. Αυτό μου το 'πε ο ίδιος ο Διευθυντής που τον είδα μια στιγμή. Μου φάνηκε κάπως παράξενο και του είπα μάλιστα: "Καλά τους εντόπιους, μα πού θα πάη τόσος ξένος κόσμος, χωρίς γλώσσα, χωρίς χρήματα και τρόφιμα;" Κι αυτός μού απάντησε: "Όπου θα πάω κι εγώ. Οι Ρώσοι είν' απ' έξω. Όπου να 'ναι θα μπουν κι εδώ. Άλλωστε δεν έχουμε και τρόφιμα. Θα τους απολύσωμε· είναι απόφασι του συμβουλίου". Αυτό κι έγινε. Τούτο όμως δυσαρέστησε τους φύλακες του κόμματος, οι οποίοι ειδοποίησαν τους S.S. κι αυτοί, που ζητούσαν αφορμή, έτρεξαν κι έκαναν ό,τι έκαναν. (σ. 163)
Εγώ [Σ.σ.: όχι ο συγγραφέας], δεν ξέρω πώς, έπεσα χωρίς να χτυπηθώ. Τυχερός στάθηκα και στη χαριστική. Όταν ξεμάκρυναν τα S.S., ήρθαν οι Ιταλοί εργάτες, και μάζευαν τους νεκρούς. Μόλις ένιωσα πως βρίσκονταν κοντά μου, θέλοντας και μη, σηκώθηκα. Τα S.S. είχαν φύγει. "Γρήγορα", μου λεν οι Ιταλοί, "κάνε πως δουλεύεις". Παρατήρησα τότε πως κι άλλοι τρεις είχαν τη δική μου τύχη. Ο Καραγεωργίου, ο Θοδωρής κι ο Πάντος. Όταν όμως τα S.S. ξανάφεραν άλλη παρτίδα για εκτέλεσι, επειδή ο Θοδωρής κι ο Πάντος φορούσαν ακόμη τα "τρελά", τους γνώρισαν και τους εξετέλεσαν μ' αυτούς που είχαν φέρει. Έμεινα εγώ με τον Καραγεωργίου και με τους Ιταλούς, και στοιβάζαμε τους σκοτωμένους. (σ. 165-166)
"Ο Θεός, ο Θεός μου, πρόσχες μοι, ίνα τι εγκατέλιπές με; Περιέσχον με ωδίνες θανάτου, κίνδυνοι άιδου εύροσάν με. Ιδού οι αμαρτωλοί ενέτειναν τόξον, ητοίμασαν βέλη εις φαρέτραν τού κατατοξεύσαι με. Αι θλίψεις της καρδίας μου επληθύνθησαν. Η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου, και το φως των οφθαλμών μου και αυτό ουκ έστι μετ' εμού. Προς Σε, Κύριε, ήρα την ψυχήν μου, ο Θεός επί Σοί πέποιθα. Σώσον με εκ πάντων των καταδιωκόντων με και ρύσαι με". (σ. 167)
Στην αστυνομία που πήγαμε μάς κρατούν 10 ως 15 λεπτά γονατιστούς. Γύρω μας ήσαν κάτι μωρά, ίσαμε δεκατεσσάρων χρονών, με πιστόλια στα χέρια. (σ. 170)
(...) και η ψυχή μας να βαπτίζεται στη νεκρή θάλασσα του μίσους και της απονιάς. (σ. 174)
Το βράδυ είχε ξεκαρδιστή στα γέλια καθώς έβλεπε τους καταδίκους να αλληλομαχούν και να κουβαριάζωνται, προσπαθώντας ν' αρπάξουν μέσ' από τη λάσπη και τις ακαθαρσίες τις λίγες πατάτες που τους πετούσε. (σ. 175)
Λεξιλόγιο
υφηγούμενος (μοναστηριού)
κούλα (; ο Βρετανός στρατιώτης είχε περάσει κι απ' την κούλα κάποιου άλλου, που κι αυτός όμως δεν τον έκρυψε)
γερμανοκρατούμενοι (κρατούμενοι των Γερμανών)
διαλαλήματα του πορτάρη
δεν ξαδειάζει (η κοινωνία να ασχοληθεί με...)
λιόλουτρο
ξεκούρασμα
τσούλι
παγωτήρι
"πεταλάδες" (οι άνθρωποι που έρχονταν μονάχα για να τους κάνουν κακό)
φάρκα (φίσκα;)
κατηχητόπουλο
μαμμωνολατρικός
λαφροποινίτης
κοντόρασο
παστωμένοι (σαρδελοποιημένοι)
ανακουφωμένα (τα παραθυρόφυλλα)
"νυχτοφαγιές" (εκτελέσεις τη νύχτα)
περιμανδρωμένη
δεκαρίτης / δεκαπενταρίτης (με 10 / 15 χρόνια ποινή)
φαγκρίζω (έχω φέξει από τη λίμα)
τσοκαρία
φιλιστρίνι
σκουπαντζής (κατάδικος που φτιάχνει σκούπες)
ανθρωπάλογο (κατάδικος ζεμένος σαν άλογο που τραβά κάρο)
τσοκαροπέταλο (του ανθρωπάλογου)
κρυφοδαγκανιάρικο σκυλί
σκουποσποράλευρο
παγωνιέρα
"τα τρελά" (τα ρούχα των κρατουμένων με τις ρίγες)
σλέπι (μαούνα - Schlepper)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου